Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βαρῶν

См. также в других словарях:

  • βαρῶν — βάρος weight neut gen pl (attic epic doric) βαρέω weigh down pres part act masc nom sg (attic epic doric) βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρων — βά̱ρων , βᾶρον spice neut gen pl βά̱ρων , βᾶρος spice masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρση βαρών — Αθλητικό αγώνισμα που συνίσταται στην ανύψωση, με βάση καθορισμένους κανόνες από διεθνή κανονισμό, μιας σιδερένιας ράβδου με μεταλλικές πλάκες στα άκρα της. Οι πλάκες μπορεί να έχουν ποικίλο βάρος και διαστάσεις, αλλά δεν πρέπει να έχουν διάμετρο …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος Μάρκος Βάρων Ρεατίνος — (Marcus Terentius Varro Reatinus). Oνομαζόταν Pεατίνος, γιατί καταγόταν από το Pεάτιο της περιοχής της Σαβίνης. Yπήρξε ένας από τους περισσότερο μορφωμένους Pωμαίους, καταγόταν από παλαιά οικογένεια συγκλητικών, και είχε γεννηθεί το 116 π.Χ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη …   Dictionary of Greek

  • Δήμας, Πύρρος — (Χειμάρρα, Αλβανία 1971 –). Αθλητής της άρσης βαρών, χρυσός ολυμπιονίκης. Κατέκτησε τρεις φορές χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο σε αγώνες άρσης βαρών, στη Βαρκελώνη το 1992 στην κατηγορία των 82,5 κιλών, στην Ατλάντα το 1996 στην κατηγορία των 83 κιλών… …   Dictionary of Greek

  • Λεωνίδης, Βαλέριος — (Εσεντούκι, πρώην ΕΣΣΔ 1966 –). Αρσιβαρίστας και Ολυμπιονίκης. Ο επονομαζόμενος φιλόσοφος της άρσης βαρών εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1991. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη γυμναστική και την αφοσίωσή του στην άρση βαρών, έχει… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»