-
1 βαρυτιμος
-
2 βαρύτιμος
βαρύτιμος, ον (βαρύς, τιμή) pert. to being of great value, very expensive, very precious (in this sense Strabo 17, 1, 13; Cyranides p. 12, 9) of ointments (Peripl. Eryth. 49 μύρον οὐ β.) Mt 26:7 (s. πολύτιμος). -
3 βαρύτιμος
βαρύτῑμος, βαρύτιμοςpunishing severely: masc /fem nom sg -
4 βαρύτιμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βαρύτιμος
-
5 βαρύτιμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βαρύτιμος
-
6 βαρύτιμος
η, ο [ος, ον ] дорогой, драгоценный -
7 βαρύτιμος
драгоценный, дорогой.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βαρύτιμος
-
8 βαρύτιμος
βᾰρῠ-τῑμος, ον,A punishing severely, of the gods below, A.Supp. 24.II very costly, Str.17.1.13, Ev.Matt.26.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύτιμος
-
9 βαρύτῑμος
βαρύ-τῑμος, (1) hochgeehrt. (2) von schwerem Werte, teuer; teuer verkaufend -
10 βαρύτιμον
βαρύτῑμον, βαρύτιμοςpunishing severely: masc /fem acc sgβαρύτῑμον, βαρύτιμοςpunishing severely: neut nom /voc /acc sg -
11 βαρυτίμοις
βαρυτί̱μοις, βαρύτιμοςpunishing severely: masc /fem /neut dat pl -
12 βαρυτίμου
βαρυτί̱μου, βαρύτιμοςpunishing severely: masc /fem /neut gen sg -
13 βαρυτίμους
βαρυτί̱μους, βαρύτιμοςpunishing severely: masc /fem acc pl -
14 βαρυτίμων
βαρυτί̱μων, βαρύτιμοςpunishing severely: masc /fem /neut gen pl -
15 βαρύτιμα
βαρύτῑμα, βαρύτιμοςpunishing severely: neut nom /voc /acc pl -
16 βαρύτιμοι
βαρύτῑμοι, βαρύτιμοςpunishing severely: masc /fem nom /voc pl -
17 927
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 927
-
18 βαθύτιμος
A v. βαρύτιμος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύτιμος
См. также в других словарях:
βαρύτιμος — η, ο (AM βαρύτιμος, ον) αυτός που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος αρχ. 1. εκείνος που πουλά σε υψηλές τιμές 2. αυτός που τιμωρεί βαριά … Dictionary of Greek
βαρύτιμος — βαρύτῑμος , βαρύτιμος punishing severely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτιμος — η, ο αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος: Η βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου ήταν γεμάτη βαρύτιμα κοσμήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρύτιμον — βαρύτῑμον , βαρύτιμος punishing severely masc/fem acc sg βαρύτῑμον , βαρύτιμος punishing severely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
βαθύτιμος — η, ο (AM βαθύτιμος, ον) ο βαρύτιμος, ο πολύτιμος … Dictionary of Greek
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
κατάκλειστος — η, ο (AM κατάκλειστος, ον) [κατακλείω] ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος … Dictionary of Greek
περίτιμος — ον, Α βαρύτιμος, πολύ μεγάλης αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τιμος (< τιμή), πρβλ. έν τιμος] … Dictionary of Greek
πολυτάλαντος — η, ο / πολυτάλαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος νεοελλ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα αρχ. 1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων 2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος… … Dictionary of Greek