Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαρύτιμος

См. также в других словарях:

  • βαρύτιμος — η, ο (AM βαρύτιμος, ον) αυτός που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος αρχ. 1. εκείνος που πουλά σε υψηλές τιμές 2. αυτός που τιμωρεί βαριά …   Dictionary of Greek

  • βαρύτιμος — βαρύτῑμος , βαρύτιμος punishing severely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτιμος — η, ο αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος: Η βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου ήταν γεμάτη βαρύτιμα κοσμήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρύτιμον — βαρύτῑμον , βαρύτιμος punishing severely masc/fem acc sg βαρύτῑμον , βαρύτιμος punishing severely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • βαθύτιμος — η, ο (AM βαθύτιμος, ον) ο βαρύτιμος, ο πολύτιμος …   Dictionary of Greek

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • κατάκλειστος — η, ο (AM κατάκλειστος, ον) [κατακλείω] ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος …   Dictionary of Greek

  • περίτιμος — ον, Α βαρύτιμος, πολύ μεγάλης αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τιμος (< τιμή), πρβλ. έν τιμος] …   Dictionary of Greek

  • πολυτάλαντος — η, ο / πολυτάλαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος νεοελλ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα αρχ. 1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων 2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»