-
1 βαρυποτμος
См. также в других словарях:
βαρύποτμος — βαρύποτμος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) βαριόμοιρος, δυστυχισμένος 2. (για γεγονότα) βαρύς, θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πότμος («ό,τι προσπίπτει σε κάποιον τυχαία, μοίρα, πεπρωμένο») < πίπτω] … Dictionary of Greek
βαρύποτμος — grievous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυποτμότατον — βαρύποτμος grievous masc acc superl sg βαρύποτμος grievous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύποτμον — βαρύποτμος grievous masc/fem acc sg βαρύποτμος grievous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυποτμοτάτῳ — βαρύποτμος grievous masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυποτμότατος — βαρύποτμος grievous masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυποτμότερος — βαρύποτμος grievous masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύποτμα — βαρύποτμος grievous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύποτμε — βαρύποτμος grievous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύποτμ' — βαρύποτμα , βαρύποτμος grievous neut nom/voc/acc pl βαρύποτμε , βαρύποτμος grievous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek