-
1 βαρυλογος
См. также в других словарях:
βαρύλογος — η, ο (Α βαρύλογος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος αρχ. εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια … Dictionary of Greek
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
βαρυλόγοις — βαρύλογοις masc/fem/neut dat pl βαρύλογος vented in bitter words masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)