-
1 βαρύ-κομποι
βαρύ-κομποι, λέοντες, dumpf brüllend, Pind. P. 5, 57.
-
2 βαρύκομποι
См. также в других словарях:
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek