-
1 βαρυμισθος
-
2 βαρύμισθος
βᾰρύ-μισθος, ον,A largely paid, grasping, AP5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύμισθος
-
3 βαρύμισθος
βαρύ-μισθος, schweren Lohn nehmend, teuer -
4 βαρύμισθον
βαρύμισθοςlargely paid: masc /fem acc sgβαρύμισθοςlargely paid: neut nom /voc /acc sg -
5 πολύ-μισθος
πολύ-μισθος, viel Lohn oder Sold nehmend, Ep. ad. 56 (V, 2 steht βαρύμισϑος).
См. также в других словарях:
βαρύμισθος — βαρύμισθος, ον (Α) αυτός που παίρνει μεγάλο μισθό … Dictionary of Greek
βαρύμισθον — βαρύμισθος largely paid masc/fem acc sg βαρύμισθος largely paid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek