-
1 βαρυ-πήμων
βαρυ-πήμων, ον, schwer schadend, Suid.
-
2 βαρυπήμων
A miserable, Hymn.Is.44, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυπήμων
-
3 βαρυπήμων
См. также в других словарях:
καινοπήμων — καινοπήμων, ό, ἡ (Α) αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] … Dictionary of Greek
πολυπήμων — ύπημον, Α 1. ολέθριος, καταστρεπτικός 2. πολύπαθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] … Dictionary of Greek