Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βαρυ-πάλᾰμος

См. также в других словарях:

  • πυρπάλαμος — ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α 1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» ο κεραυνός, Πινδ.) 2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»