-
1 βαρυ-γούνατος
βαρυ-γούνατος, mit schweren Knieen, langsam, träge, Theocr. 18, 10.
-
2 βαρυγούνατος
βαρυ-γούνατος u. βαρύ-γουνος, mit schweren Knieen, langsam, träge -
3 βαρύγουνος
βαρυ-γούνατος u. βαρύ-γουνος, mit schweren Knieen, langsam, träge
См. также в других словарях:
καμπεσίγουνος — καμπεσίγουνος, ον (Α) αυτός που κάμπτει τα γόνατα κάποιου («καμπεσίγουνος ἡ Ἐρινύς, ἀπό τοῡ κάμπτειν τὰ γόνατα τῶν ἁμαρτανόντων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γουνος (< γόνυ, πρβλ. ιων. γεν. γούνατος), πρβλ. βαρύ γουνος, ταχύ… … Dictionary of Greek
πολύγουνος — ον, Α (επικ. τ.) (για φυτό) ο πολυγόνατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόνυ, γόνατος / γούνατος / γουνός (πρβλ. βαρύ γουνος)] … Dictionary of Greek
ταχύγουνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει γοργά γόνατα, ταχύπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γόνυ, γόνατος / γούνατος / γουνός (πρβλ. βαρύ γουνος)] … Dictionary of Greek