-
1 βαρυσιδηρος
-
2 βαρυσίδηρος
A heavy with iron, Plu.Aem.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυσίδηρος
-
3 βαρυσίδηρος
-
4 βαρυσίδηρον
βαρυσίδηροςheavy with iron: masc /fem acc sgβαρυσίδηροςheavy with iron: neut nom /voc /acc sg -
5 βαρυσιδήρους
βαρυσίδηροςheavy with iron: masc /fem acc pl -
6 ῥομβαία
ῥομβαία, ἡ, seltenere Form statt ῥομφαία, βαρυσίδηρος Plut. Aemil. Paul. 18.
См. также в других словарях:
βαρυσίδηρος — βαρυσίδηρος, ον (AM) βαρύς από το πολύ σίδερο … Dictionary of Greek
βαρυσίδηρον — βαρυσίδηρος heavy with iron masc/fem acc sg βαρυσίδηρος heavy with iron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυσιδήρους — βαρυσίδηρος heavy with iron masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek