-
1 βαρυγουνατος
См. также в других словарях:
βαρυγούνατος — βαρύγουνος heavy kneed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύγουνος — και βαρυγούνατος, ον (Α) αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)] … Dictionary of Greek