Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βαρυγούνατος

См. также в других словарях:

  • βαρυγούνατος — βαρύγουνος heavy kneed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύγουνος — και βαρυγούνατος, ον (Α) αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»