-
1 βάρακος
βάρακος OKKGrammatical information: m.Meaning: ἰχθὺς ποιός H., a freshwater fish in a Boeot. inscr.Other forms: cf. βαρκαῖος (Theognost.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Cf. Thompson Fishes s. v., Lacroix Mélanges Boisacq 2, 52. Fur. 116 compares βάλαγρος(?).Page in Frisk: 1,219Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάρακος
См. также в других словарях:
Μενεκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Περιηγητής και τοπογράφος της αρχαίας Ελλάδας (2oς ή 1oς αι. π.Χ.). Έγραψε τοπογραφία της πόλης της Αθήνας με τον τίτλο Περί Αθηνών, η οποία λογιζόταν ως έργο του Καλλικράτη. 2. Ιστοριογράφος (2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν … Dictionary of Greek