-
1 βαλίς
A = σίκυς ἄγριος, Ps.-Dsc.4.150. -
2 βαλίς
Grammatical information: f.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: S. André, Études class. 24 (1956) 40-2 (from βάλλω, while the fruit throws out its sap and the kernel).Page in Frisk: 1,214Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαλίς
-
3 βάλλις
βάλλις, - εωςGrammatical information: f.Meaning: Medic. plant (Xanth. 16).Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,215Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάλλις
См. также в других словарях:
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ζυρίχη — (γερμ. Zürich, γαλλ. Zurich, ιταλ. Zurigo). Πόλη (337.900 κάτ. το 2000) της Ελβετίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.728 τ. χλμ., 1.227.900 κάτ.). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης της Ζ., στις εκβολές του ποταμού Λίματ και στη… … Dictionary of Greek