-
1 βαλμός
βαλμόςmasc nom sg -
2 βαλμός
-
3 βαλμός
Grammatical information: m. (n.?)Meaning: στῆθος H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Acc. to Grošelj Živa Ant. 3, 196 Pre-Gr. For the suffix cf. λαιμός. Fur. 172, 178 compares convincingly φαλὸν τὸ στερεὸν κύκλωμα τοῦ στέρνου H.The variation points to Pre-Gr.Page in Frisk: 1,217Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαλμός
-
4 βαλμοίς
-
5 βαλμοῖς
См. также в других словарях:
βαλμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλμός — ο (Μ βαλμός) [βάλλω] η τοποθέτηση … Dictionary of Greek
βαλμοῖς — βαλμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek