Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βαλλιστικός

См. также в других словарях:

  • βαλλιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό 2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική 3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, η η βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων 4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» όπλα των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και …   Dictionary of Greek

  • πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • χρονογράφος — ο, ΝΜΑ συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων 2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων β) αυτογραφική …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»