-
1 βαλλιστικός
I, ή, όν:βαλλιστικόν άσμα — баллада
βαλλιστικός2II, ή, όν баллистический;βαλλιστικός2 πύραυλος — баллистическая ракета;
βαλλιστικό βλήμα — баллистический снаряд
-
2 πύραυλος
ο ракета;κοσμικός ( — или διαστημικός) πύραυλος — космическая ракета;
διηπειρωτικός πύραυλος — межконтинентальная ракета;
πολυόροφος πύραυλος — многоступенчатая ракета;
βαλλιστικός πύραυλος — баллистическая ракета;
πύραυλος -φορέας — ракета-носитель;
εκτόξευση
См. также в других словарях:
βαλλιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό 2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική 3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, η η βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων 4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» όπλα των οποίων η… … Dictionary of Greek
βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και … Dictionary of Greek
πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
χρονογράφος — ο, ΝΜΑ συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων 2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων β) αυτογραφική … Dictionary of Greek