-
1 βαλλαχραδαι
-
2 βαλλαχράδαι
βαλλαχράδαι, οἱ,A pear-throwers, nickname among boys at Argos, Plu.2.303a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλλαχράδαι
-
3 βαλλαχράδαι
-
4 βαλλαχράδας
βαλλαχράδᾱς, βαλλαχράδαιpear-throwers: masc acc pl
См. также в других словарях:
βαλλαχράδαι — βαλλαχράδαι, οι (Α) (σκωπτική επωνυμία των νέων στο Άργος) αυτοί που πετούν άγρια αχλάδια ο ένας στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλλω + αχράς «το αχλάδι, η αχλαδιά»] … Dictionary of Greek
βαλλαχράδας — βαλλαχράδᾱς , βαλλαχράδαι pear throwers masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)