Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαλβιδοῦχος

См. также в других словарях:

  • βαλβιδοῦχον — βαλβιδοῦχος judge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • τερματούχος — (τερματούχος) Α (κατά τον Ησύχ.) κριτής αγώνων, αλλ. βαλβιδούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, ατoς + οῦχος* (< ἔχω»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»