-
1 βαλβιδοῦχος
βαλβῑδοῦχος, ὁ,A judge in races, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλβιδοῦχος
-
2 βαλβιδούχον
-
3 βαλβιδοῦχον
-
4 τερματοῦχος
A gloss on βαλβιδοῦχος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τερματοῦχος
См. также в других словарях:
βαλβιδοῦχον — βαλβιδοῦχος judge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
τερματούχος — (τερματούχος) Α (κατά τον Ησύχ.) κριτής αγώνων, αλλ. βαλβιδούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, ατoς + οῦχος* (< ἔχω»)] … Dictionary of Greek