-
1 бактериологический
-
2 бактериолог
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бактериолог
-
3 бактериологический
бактери||ологическийприл βακτηριολογικός. -
4 бактериологический
επ.βακτηριολογικός.-ое оружие βακτηριολογικό όπλο.
См. также в других словарях:
βακτηριολογικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη βακτηριολογία 2. φρ. «βακτηριολογικός πόλεμος» ο μικροβιολογικός πόλεμος … Dictionary of Greek
βακτηριολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη βακτηριολογία: Ο γιατρός είπε στον άρρωστο να κάνει βακτηριολογική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)