-
1 βαιτο-φόρος
βαιτο-φόρος, solche Felle tragend, Diod. Exc. Vatic. p. 15, 7, nach Dindorf's Conj. für βαττοφόρος.
-
2 βαιτοφόρος
-
3 βαιτοφορος
1 βαιτο-φόρος
βαιτο-φόρος, solche Felle tragend, Diod. Exc. Vatic. p. 15, 7, nach Dindorf's Conj. für βαττοφόρος.
2 βαιτοφόρος
3 βαιτοφορος