-
1 βαθυστολμος
См. также в других словарях:
βαθυστόλμων — βαθύστολμος with deep masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βαθυστολμος
βαθυστόλμων — βαθύστολμος with deep masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)