-
1 βαθυκληρος
См. также в других словарях:
βαθύκληρος — βαθύκληρος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα 2. (για περιοχή) εύφορος … Dictionary of Greek
βαθύκληρος — with rich lands masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκλήροιο — βαθύκληρος with rich lands masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκλήροισι — βαθύκληρος with rich lands masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκλήρων — βαθύκληρος with rich lands masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek