-
1 βαθύ-γηρως
βαθύ-γηρως ( γῆρας), von hohem Alter, Philip. ep. 18 (VI, 247); Sext. Emp.
-
2 βαθύγηρως
См. также в других словарях:
μακρόγηρως — ων (AM μακρόγηρως, ων, Μ και μακρόγηρος, ον) αυτός που έφθασε σε πολύ βαθιά γερατειά, υπέργηρος. επίρρ... μακρογήρως (Α) σε βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γηρως και γηρος (< γῆρας), πρβλ. βαθύ γηρως, κακό γηρως] … Dictionary of Greek