-
1 βαθύδοξος
βᾰθύδοξος, -ον1 of high renown Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (sc. Δωριεῖς) P. 1.66 χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν (i. e. βαθείας δόξας) Pae. 2.58 -
2 βαθύδοξος
βᾰθῠ-δοξος, ον,A far-famed, illustrious, Pi.P.1.66, Pae. 2.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύδοξος
-
3 βαθύδοξον
βαθύδοξοςfar-famed: masc /fem acc sgβαθύδοξοςfar-famed: neut nom /voc /acc sg -
4 βαθύδοξοι
βαθύδοξοςfar-famed: masc /fem nom /voc pl -
5 βαθυκλεής
βᾰθῠ-κλεής, ές,A = βαθύδοξος, AP9.575 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυκλεής
См. также в других словарях:
βαθύδοξος — βαθύδοξος, ον (Α) ξακουστός, φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + δοξος < δόξα (πρβλ. άδοξος, ένδοξος, επίδοξος, εύδοξος, παράδοξος, φιλόδοξος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βαθύδοξον — βαθύδοξος far famed masc/fem acc sg βαθύδοξος far famed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύδοξοι — βαθύδοξος far famed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek