Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βαθύδοξος

См. также в других словарях:

  • βαθύδοξος — βαθύδοξος, ον (Α) ξακουστός, φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + δοξος < δόξα (πρβλ. άδοξος, ένδοξος, επίδοξος, εύδοξος, παράδοξος, φιλόδοξος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βαθύδοξον — βαθύδοξος far famed masc/fem acc sg βαθύδοξος far famed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύδοξοι — βαθύδοξος far famed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»