-
1 βαθυ-τέρμων
βαθυ-τέρμων, ναῠς, tiefgehend, Opp. C. 2, 87.
-
2 βαθυτέρμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυτέρμων
-
3 βαθυτέρμων
См. также в других словарях:
κακοτέρμων — κακοτέρμων, ότερμον (Α) αυτός που τελειώνει άσχημα ή με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τέρμων (< τέρμων), πρβλ. απειρο τέρμων, βαθυ τέρμων] … Dictionary of Greek