-
1 βαθυκητης
-
2 βαθυκήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυκήτης
-
3 βαθυκήτης
-
4 βαθυκήτεα
βαθυκήτηςdeep yawning: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)βαθυκήτηςdeep yawning: masc /fem acc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
βαθυκήτεα — βαθυκήτης deep yawning neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαθυκήτης deep yawning masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… … Dictionary of Greek