-
1 βαθομετρικός
η, ό[ν] служащий для измерения глубин;βαθομετρικός χάρτης — карта глубин
См. также в других словарях:
βαθομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθομέτρηση … Dictionary of Greek
βαθομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βαθομέτρηση ή έχει σχέση μ’ αυτήν: Στους βαθομετρικούς χάρτες σημειώνονται τα βάθη των θαλασσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)