-
1 βαθμίς
1 first step οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ i. e. pedestal N. 5.1 met., κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βᾰθμίδων ἄπο (ἀπ' ἀρχῆς τοῦ βίου. Σ: threshold L & S, but cf. Suidas, νύσσα· βαθμίς) P. 5.7 -
2 βαθμίς
-
3 βαθμις
- ίδος и ῖδος ἥ1) постамент, пьедестал Pind., Plut., Anth.2) pl. основание, начало(αἰῶνος = βίου Pind.)
-
4 βαθμίς
-
5 βαθμίς
βαθμί̱ς, βαθμίςstep: fem nom sgβαθμίςstep: fem nom sg -
6 βαθμίς
II base, pedestal, Pi.N.5.1. -
7 ἀνα-βαθμίς
ἀνα-βαθμίς, ίδος, ἡ, die Stufe, LXX.
-
8 βαθμίδα
βαθμίςstep: fem acc sg -
9 βαθμίδας
βαθμίςstep: fem acc pl -
10 βασμίδας
βαθμίςstep: fem acc pl -
11 βαθμίδες
βαθμίςstep: fem nom /voc pl -
12 βαθμίδι
βαθμίςstep: fem dat sg -
13 βαθμίδος
βαθμίςstep: fem gen sg -
14 βασμίδος
βαθμίςstep: fem gen sg -
15 βαθμίσι
βαθμίςstep: fem dat pl -
16 βαθμίσιν
βαθμίςstep: fem dat pl -
17 βαθμίδων
βαθμί̱δων, βαθμίςstep: fem gen plβαθμίςstep: fem gen pl -
18 βασμίς
-
19 ступень
ступен||ьж1. (лестницы) τό σκαλοπάτι, ἡ βαθμίς·2. (степень) ὁ βαθμός:на высшей \ступеньи στόν ἀνώτατο βαθμό. -
20 βαθμίδας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βαθμίς — βαθμί̱ς , βαθμίς step fem nom sg βαθμίς step fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμῖδας — βαθμίς step fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμῖδος — βαθμίς step fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμῖσι — βαθμίς step fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδα — βαθμίς step fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδας — βαθμίς step fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδες — βαθμίς step fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδι — βαθμίς step fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδος — βαθμίς step fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίσι — βαθμίς step fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίσιν — βαθμίς step fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)