Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βαθιά

  • 61 осень

    θ.
    φθινόπωρο•

    ранняя, поздняя осень πρώιμο, όψιμο φθινόπωρο.

    || μτφ. η προς τα γηρατειά ηλικία, προς το τέλος• παρακμή•

    глубокая осень βαθιά γεράματα.

    Большой русско-греческий словарь > осень

  • 62 падь

    θ. (διαλκ.) βαθιά κοιλάδα, χαράδρα.

    Большой русско-греческий словарь > падь

  • 63 перевести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл
    -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•

    перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•

    перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.

    || οδηγώ, περνώ•

    перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.

    2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.
    3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•

    перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    4. μεταβιβάζω•

    перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.

    5. στέλλω, αποστέλλω•

    перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.

    6. μεταφράζω•

    перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.

    || (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.
    7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•

    перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.

    8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•

    перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.

    || σπαταλώ σκορπίζω.
    εκφρ.
    перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).
    1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•

    перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.
    3. αποτυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевести

  • 64 передохнуть

    -нет, παρλθ. χρ. передох
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    ψοφώ (για όλα ή πολλά)•

    у нас все цыплята -ли μας ψόφησαν όλα τα πουλάκια.

    -ну, -ншь ρ.σ.
    1. αναστενάζω•

    она глубоко -ла αυτή βαθιά αναστέναζε.

    2. ξανασαίνω, παίρνω μια ανάσα, ξεκουράζομαι λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > передохнуть

  • 65 пилюля

    θ.
    καταπότιο, χάπι, δισκίο, κουφέτο•

    -и от кашля χάπια για το βήχα.

    εκφρ.
    горькая пилюля – πικρό χάπι (βαθιά δυσαρέσκεια• κακοκάρδισμα)•
    поднести (предподнести, отпустить) -ю – πικραίνω, πικροκαρόίζω, φαρμακώνω, καταστενοχωρώ, καταδυσαρεστώ• (по)золотить -ю χρυσώνω το χάπι (παρηγορώ, ανακουφίζω, εγκαρδιώνω)•
    проглотить -ю – πίνω το χαπάκι(το πίνω με το ζουμί μου).

    Большой русско-греческий словарь > пилюля

  • 66 подполье

    -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.
    1. υπόγειο•

    спуститься в подполье κατεβαίνω στο υπόγειο.

    2. παρανομία•

    работать в подполье δουλεύω στην παρανομία•

    партия находится в подполье το κόμμα είναι στην παρανομία•

    глубокое подполье βαθιά παρανομία•

    уйти в подполье περνώ στην παρανομία.

    || αθρσ. οι παράνομοι.

    Большой русско-греческий словарь > подполье

  • 67 поклон

    α.
    υπόκλιση, (ως χαιρετισμός)

    низкий поклон βαθιά (εδαφιαία) υπόκλιση•

    передайте ему мой поклон μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου.

    εκφρ.
    идти (ехатьκ.τ.τ.) на поклон ή с -ом α) υποκλίνομαι ταπεινά, β) καθικετεύω, εκλιπαρώ.

    Большой русско-греческий словарь > поклон

  • 68 почтение

    ουδ.
    σέβας, σεβασμός• υπόληψη•

    с -ем με υπόληψη ή με εκτίμηση.

    εκφρ.
    моё почтение – τα σέβη μου (κατά τον αποχαιρετισμό)•
    моё почтение – (ως κατηγ.) υποκλίνομαι (θαυμάζω, αναγνωρίζω, παραδέχομαι)•
    с совершнным (глубоким, нижайшим) -емπαλ. υποβάλλω τα σέβη μου, προσκυνώ, χαιρετώ ευσεβάστως, υποκλίνομαι βαθιά (στο τέλος των επιστολών).

    Большой русско-греческий словарь > почтение

  • 69 пояс

    -а, πλθ.α.
    1. ζώνη, ζώνα, -νάρι, ζωστήρας•

    кожаный пояс δερμάτινη ζώνη.

    || λωρί-όα, ταινία λάμα.
    2. η οσφή, η μέση. ||, ζώνη γης•

    тропический (жаркий) пояс διακεκαυμένη ζώνη,• умеренный пояс εύκρατη ζώνη•

    холодный -πολική ζώνη.

    εκφρ.
    растительный пояс – φυτική ζώνη•
    спасательный пояс – το σωσίβιο•
    в пояс кланяться ή раскланиваться – κάνω βαθιά υπόκλιση.

    Большой русско-греческий словарь > пояс

  • 70 поясной

    επ.
    1. της ζώνης•

    поясной ремень (στρατ.) ο ζωστήρας•

    - ая фляжка (στρατ.) υδροδοχείο (παγούρι).

    2. μέχρι τη μέση•

    поясной портрет πορτρέτο ως τη μέση.

    εκφρ.
    поясной поклон – βαθιά υπόκλιση (μέχρι τη μέση).

    Большой русско-греческий словарь > поясной

  • 71 престарелость

    θ.
    βαθιά γερατειά.

    Большой русско-греческий словарь > престарелость

  • 72 приглубый

    επ., βρ: -глуб, -а, -о
    αρκετά βαθύς.
    εκφρ.
    приглубый берег – ακτή που έχει βαθιά νερά.

    Большой русско-греческий словарь > приглубый

  • 73 продохнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.
    αναπνέω βαθιά, ελεύθερα.
    εκφρ.
    продохнуть нельзя; не, не -ншь – δεν μπορείς
    ανασάνεις (από αγκού- σα, άσχημη μυρουδιά κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > продохнуть

  • 74 проникнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. проник, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. проникший κ. проникнувший
    ρ.σ.
    1. διεισδύω, εισχωρώ, εισέρχομαι, μπαίνω•

    в щель -ик свет από τη χαραμάδα μπήκε φως•

    проникнуть в глубину пустыни εισχωρώ βαθιά μέσα στην έρημο•

    проникнуть туда очень трудно να διεισδύσεις εκεί είναι πολύ δύσκολο.

    || μτφ. γίνομαι κτήμα•

    идеи -ли в массы οι ιδέες εισχώρησαν στις μάζες.

    2. εισδύω, μπαίνω κρυφά τρυπώνω.
    πιστεύω, είμαι πεπεισμένος• είμαι διαποτισμένος• κατέχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > проникнуть

  • 75 прохватить

    ρ.σ.μ.
    1. περονιάζω, διαπερνώ (για ψύχος). || με φυσά ρεύμα• κρυολογώ, αρπάζω κρυολόγημα. || κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω•

    меня -ла дрожь με έπιασε τρεμούλα.

    2. τραυματίζω, πληγώνω βαθιά.
    3. μτφ. (απλ.)• κριτικάρω αυστηρά, τσούζω.

    Большой русско-греческий словарь > прохватить

  • 76 прочувствовать

    ρ.σ.μ.
    1. αισθάνομαι βαθιά, πλέρια•

    прочувствовать байрона αισθάνομαι (κατανοώ) πλέρια το Βύρωνα.

    2. δοκιμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > прочувствовать

  • 77 разрез

    α.
    1. κοπή, κόψιμο•

    разрез шкурок κόψιμο των δερμάτων.

    2. η κοψιά•

    глубокий βαθιά κοψιά.

    3. (γι.α σχέδια)• τομή•

    поперечный разрез εγκάρσια τομή•

    разрез здания κατατομή οικοδομής.

    εκφρ.
    в -е – από άποψη•
    разрез глаз – το σχήμα των ματιών (το άνοιγμα μεταξύ του άνω και κάτω βλεφάρου).

    Большой русско-греческий словарь > разрез

  • 78 рана

    θ.
    1. πληγή, τραύμα, λαβωματιά•

    сквозная рана διαμπερές τραύμα•

    смертельная -θανάσιμο (θανατηφόρο) τραύμα•

    глубокая βαθιά πληγή•

    огнестрельная рана τραύμα από πυροβόλο όπλο•

    рана зажила η πληγή έθρεψε•

    перевязать -у δένω την πληγή•

    резаная рана η κοψιά•

    колотая рана μαχαιριά, σουβλησιά, νύξη.

    2. μτφ. άλγος, πόνος, οδύνη•

    рана в душе η ψυχική οδύνη.

    Большой русско-греческий словарь > рана

  • 79 расселина

    θ.
    ρωγμή βαθιά στο έδαφος.

    Большой русско-греческий словарь > расселина

  • 80 рокот

    α.
    ήχος ευχάριστος•

    рокот струн ήχος χορδών•

    рокот соловойный το κελάδημα του αηδονιού.

    || βαθιά ή χαμηλή φωνή. || βρυχηθμός, μούγκρισμα• ούρλιασμα. || μεγάλος θόρυβος• ορυμαγδός, πάταγος.

    Большой русско-греческий словарь > рокот

См. также в других словарях:

  • βαθιά — επίρρ., σε βάθος 1. τροπ.: Έψαξα βαθιά στο συρτάρι. 2. τοπ.: Κολυμπώ πάντα βαθιά στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθιά — επίρρ. βλ. βαθύς …   Dictionary of Greek

  • Νίμπρου, φαράγγι του- — Βαθιά και απόκρημνη χαράδρα, μήκους περίπου 7 χλμ. και πλάτους έως 2 μ., κοντά στο χωριό Νίμπρος (ή Ίμπρος και Ίμβρος), στα Σφακιά της Κρήτης. Το ύψος των κάθετων τοιχωμάτων του φτάνει τα 300 μ. Το φ. του Ν είναι ένα από τα πιο επιβλητικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»