Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βαθιά

  • 41 всмотреться

    всмотрюсь, всмотришься, ρ.σ. βυθίζω το βλέμμα, κοιτάζω καλά, προσεχτικά, ερευνώ•

    всмотреться в морскую даль κοιτάζω βαθιά στο πέλαγος•

    я -лся в него и сразу узнал τον κοί? ταξα καλά,’ии αμέσως τον γνώριοα.

    Большой русско-греческий словарь > всмотреться

  • 42 вчитаться

    ρ.σ. διαβάζω, μελετώ προσεχτικά, βαθιά, εμβαθύνω•

    вчитаться в текст εμβαθύνω στο κείμενο.

    Большой русско-греческий словарь > вчитаться

  • 43 грудной

    επ.
    στηθικός, θωρακικός•

    -ая клетка ο θώρακας•

    -ая полость θωρακική κοιλότητα•

    -ые мышцы θωρακικοί μύες (στερνώνες)•

    -ая чахотка φυματίωση των πνευμόνων•

    грудной возраст βρεφική ηλικία•

    грудной ребенок βρέφος, βυζανιάρικο.

    εκφρ.
    грудной голос – βαθιά φωνή•
    - ия жабаπαλ. στηθάγχη.

    Большой русско-греческий словарь > грудной

  • 44 забраться

    -берусь, -берешься, παρλθ. χρ. забрался
    -бралась, -бралось
    ρ.σ.
    1. σκαρφαλώνω• εισχωρώ, χώνομαι, εισδύω•

    забраться на самую верхушку дерева σκαρφαλώνω ως την ψηλότερη κορυφή του δέντρου•

    воры -лись в комнату через окно οι κλέφτες μπήκαν στο δωμάτιο από το παραθύρι.

    || διαπερνώ, μπαίνω-(για άνεμο, βροχή, χιόνι κ.τ.τ.).
    2. φεύγω μακριά. || κρύβομαι•

    забраться в глубокое•, подполье μπαίνω σε βαθιά παρανομία.

    Большой русско-греческий словарь > забраться

  • 45 забрести

    -бреду, -бредешь, παρλθ. χρ. забрел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. забредший
    ρ.σ.
    μπαίνω, πέφτω•

    скотина -ла в сад τα ζώα έπεσαν’στον δεντρόκηπο.

    || μπαίνω, περνώ δι,ο Βατικός. || περιπλανώμενος απομακρύνομαι•, мы -ли далеко в лес εμείς μπήκαμε βαθιά στο δάσος.

    Большой русско-греческий словарь > забрести

  • 46 залечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. залег, -легла, -ло, προστκ. заляг, μτχ. παρλθ. χρ. залегший
    ρ.σ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω πολύ•

    он -лег до вечера αυτός πλάγιασε ως το βράδυ.

    || κρύβομαι, ξαπλώνω για να κρυφτώ•

    залечь в засаду στήνω ενέδρα, καρτέρι.

    2. μτφ. κείμαι χαμηλά. || ριζώνομαι, χαράσσομαι•

    в моей душе глубоко -гли впечатления детства στην ψυχή μου βαθιά ρίζωσαν οι παιδικές εντυπώσεις.

    3. κοίτομαι, σχηματίζομαι σαν κοίτασμα.
    4. σημειώνομαι, σχηματίζομαι (για ρητίδες, δίπλες κ.τ.τ.).
    5. (για δρόμο) γίνομαι αδιάβατος.

    Большой русско-греческий словарь > залечь

  • 47 зарваться

    -вусь, -вешься, παρλθ. χρ. зарвался, -лась, -лось и. -лось
    ρ.σ.
    ξεπερνώ τα όρια, το παραξηλώνω, το παρακάνω. || στρατ. προχωρώ βαθιά, μακριά.

    Большой русско-греческий словарь > зарваться

  • 48 засесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. засел, -ла, -ло, προστκ. засядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, παίρνω θέση καθήμενου. || επιδίδομαι, στρώνομαι, καταγίνομαι•

    засесть за работу στρώνομαι στη δουλειά.

    2. κάθομαι, κλείνομαι στο σπίτι, δε βγαίνω έξω.
    3. κάθομαι κρυμμένος, κρύβομαι, ενεδρεύω,! λουφάζω (σε ενέδρα).
    4. εισχωρώ, μπαίνω βαθιά. || μτφ. μπαίνω, ριζώνω (στη συνείδηση, καρδιά κ.τ.τ.) -ла у него в голове мысль του μπήκε στο μυαλόηιδέα

    Большой русско-греческий словарь > засесть

  • 49 захоронить

    -роню, -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захороненный, βρ: -нен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. θάβω, ενταφιάζω.
    2. (απλ.) κρύβω βαθιά, καταχωνιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > захоронить

  • 50 кануть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. παλ. σταλάζω, στάζω. || βυθίζομαι.
    2. μτφ. εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, χάνομαι•

    кануть в прошлое χάνομαι βαθιά στο παρελθόν•

    кануть в вечность εξαφανίζομαι για πάντα•

    как в воду кануть ανοίγει η γη και με καταπίνει, εξαφανίζομαι χωρίς να αφήσω κανένα ίχνος ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > кануть

  • 51 кланяться

    -яюсь, -яешься
    ρ.δ.
    1. υποκλίνομαι, χαιρετώ με υπόκλιση•

    артисты -лись перед зрителями οι ηθοποιοί υποκλίνονταν στους θεατές•

    кланяться в пояс κάνω βαθιά υπόκλιση•

    земно -яюсь κάνω εδαφιαία υπόκλιση.

    2. μεταδίνω, μεταφέρω χαιρετισμό•

    -йтесь ему от мени μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου ή τα σέβη μου.

    3. παρακαλώ ταπεινωτικά, προσκυνώ, φιλώ τα πόδια•

    не стЈну перед ним -δε θα τον προσκυνήσω.

    4. προσφέρω δώρο για να καλοπιάσω κάποιον.
    εκφρ.
    честь имею -παλ. αποχαιρετώ με υπόκλιση (έχω την τιμή να υποκλιθώ).

    Большой русско-греческий словарь > кланяться

  • 52 крушить

    -шу, -шишь
    ρ.δ. μ.
    1. συντρίβω, κα-τασπάζω, κατατσακίζω. || καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω.
    2. μτφ. παλ. ταλαιπωρώ, βασανίζω• θλίβω.
    θλίβομαι βαθιά, καταλυπούμαι, συντρίβομαι•

    сердце -ится η καρδιά συντρίβεται•

    не -йтесь! μη θλίβεστε!

    Большой русско-греческий словарь > крушить

  • 53 маститость

    θ.
    γηραλεότητα, βαθιά γεροντοσύνη, γηραιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > маститость

  • 54 мелко

    επίρ.
    μικρά, λίγο, λιγοστά κλπ. επ.
    ως κατηγ. είναι ρηχά.
    εκφρ.
    мелко плавать – ανίκανος, αδύνατος, φτωχός τω πνεύματι, αδέξιος, δεν πλέει στα βαθιά (δεν εμβαθύνει).

    Большой русско-греческий словарь > мелко

  • 55 мертвецкий

    επ. мертвецкий покой παλ. βλ. мертвецкая; спать -им сном πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мертвецкий

  • 56 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 57 наболеть

    -ет, μτχ. παρλθ. χρ. ρ.σ. πονώ δυνατά•

    рана -ла η πληγή πονά πολύ.

    || μτφ. λυπούμαι βαθιά, αισθάνομαι συντριβή•

    у меня -ло на сердце- πόνεσα κατάκαρδα•

    на душе -ло πόνεσα κατάψυχα.

    || μτφ. ωριμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > наболеть

  • 58 насунуть

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ντύνω, φορώ, βάζω, χώνω (υ)ποδένω•

    насунуть фуражку φορώ βαθιά το καπέλο•

    насунуть сапор на ногу βάζω τη μπότα στο πόδι.

    φοριέμαι, ντύνομαι, μπαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > насунуть

  • 59 непробудно

    επίρ.
    βαθιά, βαριά (για ύπνο).

    Большой русско-греческий словарь > непробудно

  • 60 ночь

    -и, γεν. πλθ.θ. νύχτα•

    тмная ночь σκοτεινή νύχτα•

    звздная ночь αστροφεγγής νύχτα•

    безлунная ночь αφέγγαρη νύχτα•

    ночь на двор νύχτωσε έξω•

    ночь наступила η νύχτα ξάπλωσε•

    при наступлении -и με το πέσιμο της νύχτας•

    доброй ή (с)покойной -и καληνύχτα•

    в глухую, глухая ночь μαύρη νύχτα•

    по -ам τις νύχτες νυχτιάτικα•

    за ночь για μια νύχτα•

    в ночь (под) новый год τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς•

    бессонная ночь άυπνη (άγρυπνη) νύχτα.

    εκφρ.
    полярная ночь – πολική νύχτα•
    варфоломеевская ночь – η νύχτα του αγί?υ Βαρθολομαίου (η σφαγή)•
    на – πριν τον ύπνο•
    читать на ночь – διαβάζω πριν τον ύπνο•
    глухая (глубокая) ночь – βαθιά νύχτα•
    афинские -и – όργια των Διονυσίων.

    Большой русско-греческий словарь > ночь

См. также в других словарях:

  • βαθιά — επίρρ., σε βάθος 1. τροπ.: Έψαξα βαθιά στο συρτάρι. 2. τοπ.: Κολυμπώ πάντα βαθιά στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθιά — επίρρ. βλ. βαθύς …   Dictionary of Greek

  • Νίμπρου, φαράγγι του- — Βαθιά και απόκρημνη χαράδρα, μήκους περίπου 7 χλμ. και πλάτους έως 2 μ., κοντά στο χωριό Νίμπρος (ή Ίμπρος και Ίμβρος), στα Σφακιά της Κρήτης. Το ύψος των κάθετων τοιχωμάτων του φτάνει τα 300 μ. Το φ. του Ν είναι ένα από τα πιο επιβλητικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»