-
41 всмотреться
всмотрюсь, всмотришься, ρ.σ. βυθίζω το βλέμμα, κοιτάζω καλά, προσεχτικά, ερευνώ•всмотреться в морскую даль κοιτάζω βαθιά στο πέλαγος•
я -лся в него и сразу узнал τον κοί? ταξα καλά,’ии αμέσως τον γνώριοα.
-
42 вчитаться
ρ.σ. διαβάζω, μελετώ προσεχτικά, βαθιά, εμβαθύνω•вчитаться в текст εμβαθύνω στο κείμενο.
-
43 грудной
επ.στηθικός, θωρακικός•-ая клетка ο θώρακας•
-ая полость θωρακική κοιλότητα•
-ые мышцы θωρακικοί μύες (στερνώνες)•
-ая чахотка φυματίωση των πνευμόνων•
грудной возраст βρεφική ηλικία•
грудной ребенок βρέφος, βυζανιάρικο.
εκφρ.грудной голос – βαθιά φωνή•- ия жаба – παλ. στηθάγχη. -
44 забраться
-берусь, -берешься, παρλθ. χρ. забрался-бралась, -бралосьρ.σ.1. σκαρφαλώνω• εισχωρώ, χώνομαι, εισδύω•забраться на самую верхушку дерева σκαρφαλώνω ως την ψηλότερη κορυφή του δέντρου•
воры -лись в комнату через окно οι κλέφτες μπήκαν στο δωμάτιο από το παραθύρι.
|| διαπερνώ, μπαίνω-(για άνεμο, βροχή, χιόνι κ.τ.τ.).2. φεύγω μακριά. || κρύβομαι•забраться в глубокое•, подполье μπαίνω σε βαθιά παρανομία.
-
45 забрести
-бреду, -бредешь, παρλθ. χρ. забрел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. забредшийρ.σ.μπαίνω, πέφτω•скотина -ла в сад τα ζώα έπεσαν’στον δεντρόκηπο.
|| μπαίνω, περνώ δι,ο Βατικός. || περιπλανώμενος απομακρύνομαι•, мы -ли далеко в лес εμείς μπήκαμε βαθιά στο δάσος. -
46 залечь
-лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. залег, -легла, -ло, προστκ. заляг, μτχ. παρλθ. χρ. залегшийρ.σ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω πολύ•он -лег до вечера αυτός πλάγιασε ως το βράδυ.
|| κρύβομαι, ξαπλώνω για να κρυφτώ•залечь в засаду στήνω ενέδρα, καρτέρι.
2. μτφ. κείμαι χαμηλά. || ριζώνομαι, χαράσσομαι•в моей душе глубоко -гли впечатления детства στην ψυχή μου βαθιά ρίζωσαν οι παιδικές εντυπώσεις.
3. κοίτομαι, σχηματίζομαι σαν κοίτασμα.4. σημειώνομαι, σχηματίζομαι (για ρητίδες, δίπλες κ.τ.τ.).5. (για δρόμο) γίνομαι αδιάβατος. -
47 зарваться
-вусь, -вешься, παρλθ. χρ. зарвался, -лась, -лось и. -лосьρ.σ.ξεπερνώ τα όρια, το παραξηλώνω, το παρακάνω. || στρατ. προχωρώ βαθιά, μακριά. -
48 засесть
-сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. засел, -ла, -ло, προστκ. засядьρ.σ.1. κάθομαι, παίρνω θέση καθήμενου. || επιδίδομαι, στρώνομαι, καταγίνομαι•засесть за работу στρώνομαι στη δουλειά.
2. κάθομαι, κλείνομαι στο σπίτι, δε βγαίνω έξω.3. κάθομαι κρυμμένος, κρύβομαι, ενεδρεύω,! λουφάζω (σε ενέδρα).4. εισχωρώ, μπαίνω βαθιά. || μτφ. μπαίνω, ριζώνω (στη συνείδηση, καρδιά κ.τ.τ.) -ла у него в голове мысль του μπήκε στο μυαλόηιδέα -
49 захоронить
-роню, -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захороненный, βρ: -нен, -а, -оρ.σ.μ.1. θάβω, ενταφιάζω.2. (απλ.) κρύβω βαθιά, καταχωνιάζω. -
50 кануть
-ну, -нешьρ.σ.1. παλ. σταλάζω, στάζω. || βυθίζομαι.2. μτφ. εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, χάνομαι•кануть в прошлое χάνομαι βαθιά στο παρελθόν•
кануть в вечность εξαφανίζομαι για πάντα•
как в воду кануть ανοίγει η γη και με καταπίνει, εξαφανίζομαι χωρίς να αφήσω κανένα ίχνος ζωής.
-
51 кланяться
-яюсь, -яешьсяρ.δ.1. υποκλίνομαι, χαιρετώ με υπόκλιση•артисты -лись перед зрителями οι ηθοποιοί υποκλίνονταν στους θεατές•
кланяться в пояс κάνω βαθιά υπόκλιση•
земно -яюсь κάνω εδαφιαία υπόκλιση.
2. μεταδίνω, μεταφέρω χαιρετισμό•-йтесь ему от мени μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου ή τα σέβη μου.
3. παρακαλώ ταπεινωτικά, προσκυνώ, φιλώ τα πόδια•не стЈну перед ним -δε θα τον προσκυνήσω.
4. προσφέρω δώρο για να καλοπιάσω κάποιον.εκφρ.честь имею - – παλ. αποχαιρετώ με υπόκλιση (έχω την τιμή να υποκλιθώ). -
52 крушить
-шу, -шишьρ.δ. μ.1. συντρίβω, κα-τασπάζω, κατατσακίζω. || καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω.2. μτφ. παλ. ταλαιπωρώ, βασανίζω• θλίβω.θλίβομαι βαθιά, καταλυπούμαι, συντρίβομαι•сердце -ится η καρδιά συντρίβεται•
не -йтесь! μη θλίβεστε!
-
53 маститость
-и θ.γηραλεότητα, βαθιά γεροντοσύνη, γηραιότητα. -
54 мелко
επίρ.μικρά, λίγο, λιγοστά κλπ. επ.ως κατηγ. είναι ρηχά.εκφρ.мелко плавать – ανίκανος, αδύνατος, φτωχός τω πνεύματι, αδέξιος, δεν πλέει στα βαθιά (δεν εμβαθύνει). -
55 мертвецкий
επ. мертвецкий покой παλ. βλ. мертвецкая; спать -им сном πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά. -
56 мёртвый
επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы1. νεκρός, πεθαμένος•-ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•
приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•мёртвый вид νεκρική όψη•
-ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•
на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•
мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•
-ые знания νεκρές γνώσεις•
-ые краски εξίτηλα χρώματα.
3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.εκφρ.- ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•- ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•- ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.4. (αερπ.) το λούπιγκ•- ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•- ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•- ая природа – νεκρή φύση•- ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά. -
57 наболеть
-ет, μτχ. παρλθ. χρ. ρ.σ. πονώ δυνατά•рана -ла η πληγή πονά πολύ.
|| μτφ. λυπούμαι βαθιά, αισθάνομαι συντριβή•у меня -ло на сердце- πόνεσα κατάκαρδα•
на душе -ло πόνεσα κατάψυχα.
|| μτφ. ωριμάζω. -
58 насунуть
ρ.σ.μ.(απλ.) ντύνω, φορώ, βάζω, χώνω (υ)ποδένω•насунуть фуражку φορώ βαθιά το καπέλο•
насунуть сапор на ногу βάζω τη μπότα στο πόδι.
φοριέμαι, ντύνομαι, μπαίνω. -
59 непробудно
επίρ.βαθιά, βαριά (για ύπνο). -
60 ночь
-и, γεν. πλθ. -и θ. νύχτα•тмная ночь σκοτεινή νύχτα•
звздная ночь αστροφεγγής νύχτα•
безлунная ночь αφέγγαρη νύχτα•
ночь на двор νύχτωσε έξω•
ночь наступила η νύχτα ξάπλωσε•
при наступлении -и με το πέσιμο της νύχτας•
доброй ή (с)покойной -и καληνύχτα•
в глухую, глухая ночь μαύρη νύχτα•
по -ам τις νύχτες νυχτιάτικα•
за ночь για μια νύχτα•
в ночь (под) новый год τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς•
бессонная ночь άυπνη (άγρυπνη) νύχτα.
εκφρ.полярная ночь – πολική νύχτα•варфоломеевская ночь – η νύχτα του αγί?υ Βαρθολομαίου (η σφαγή)•на – πριν τον ύπνο•читать на ночь – διαβάζω πριν τον ύπνο•глухая (глубокая) ночь – βαθιά νύχτα•афинские -и – όργια των Διονυσίων.
См. также в других словарях:
βαθιά — επίρρ., σε βάθος 1. τροπ.: Έψαξα βαθιά στο συρτάρι. 2. τοπ.: Κολυμπώ πάντα βαθιά στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθιά — επίρρ. βλ. βαθύς … Dictionary of Greek
Νίμπρου, φαράγγι του- — Βαθιά και απόκρημνη χαράδρα, μήκους περίπου 7 χλμ. και πλάτους έως 2 μ., κοντά στο χωριό Νίμπρος (ή Ίμπρος και Ίμβρος), στα Σφακιά της Κρήτης. Το ύψος των κάθετων τοιχωμάτων του φτάνει τα 300 μ. Το φ. του Ν είναι ένα από τα πιο επιβλητικά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek