Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βαθιά

  • 1 глубоко

    глубоко 1. нареч. βαθιά (тж. перен.) я \глубоко взволно ван είμαι βαθιά συγκινημένος 2. предик. είναι βαθιά здесь \глубоко? είναι εδώ βαθιά;
    * * *
    1. нареч.
    βαθιά (тж. перен.)

    я глубоко́ взволно́ван — είμαι βαθιά συγκινημένος

    2. предик.

    здесь глубоко́ ? — είναι εδώ βαθιά

    Русско-греческий словарь > глубоко

  • 2 глубокий

    глубокий в разн. знач. βαθύς \глубокийое озеро η βαθιά λίμνη \глубокийая тарелка το βαθύ πιάτο \глубокийая старость τα βαθιά γεράματα \глубокийая осень το προ χωρημένο φθινόπωρο \глубокийая ночь η βαθιά νύχτα
    * * *
    в разн. знач.

    глубо́кое о́зеро — η βαθιά λίμνη

    глубо́кая таре́лка — το βαθύ πιάτο

    глубо́кая ста́рость — τα βαθιά γεράματα

    глубо́кая о́сень — το προχωρημένο φθινόπωρο

    глубо́кая ночь — η βαθιά νύχτα

    Русско-греческий словарь > глубокий

  • 3 глубокий

    επ., βρ: -бок, -бока, -боко; глубже, глубочайший βαθύς•

    глубокий колодец βαθύ πηγάδι•

    -ая река βαθύ ποτάμι•

    -ие морщины βαθιές ρυτίδες•

    -ая вспашка βαθύ όργωμα•

    -ие корни βαθιές ρίζες•

    глубокий вздох βαθύ αναστέναγμα•

    глубокий вдох βαθιά εισπνοή•

    -ие знания βαθιές γνώσεις•

    глубокий траур βαθύ (βαού) πένθος•

    -ая таина βαθύ μυστικό, απόρρητο•

    -ое молчание βαθιά (νεκρική) σιγή•

    глубокий сон βαθύς ύπνος•

    -ая старость βαθιά γεράματα•

    глубокий мрак βαθύ σκοτάδι (ζόφος, έρεβος)•

    в -ой древности στα πολύ παλιά χρόνια.

    εκφρ.
    глубокий взгляд ή взор – διαπεραστική (εκφραστική) ματιά, βλέμμα•
    глубокий поклон – βαθιά υπόκλιση•
    глубокий голос – βαθιά φωνή•
    старик – ο υπέργηρος, γερομπαμπαλής•
    - ая старуха – μπαμπόγρια.

    Большой русско-греческий словарь > глубокий

  • 4 углубить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. углубленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. βαθύνω, -αίνω, εμβαθύνω•

    углубить вспашку βαθαίνω το όργωμα•

    углубить канаву βαθαίνω το χαντάκι.

    2. μτφ. εισχωρώ βαθιά στο νόημα..
    3. χώνω, μπήγω βαθιά• βυθίζω•

    углубить сваю μπήγω βαθιά τον πάσσαλο.

    1. βαθύνω, -ομαι, εμβα-θύνομαι.
    2. μτφ. οξύνομαι•

    кризис -лся η κρίση βάθυνε πιο πολύ.

    3. βυθίζομαι, ποντίζομαι• βουτώ. || μτφ. αφοσιώνομαι πλήρως, προσηλώνομαι, απορροφούμαι•

    углубить в воспоминания βυθίζομαι στις αναμνήσεις•

    углубить в себя αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου).

    Большой русско-греческий словарь > углубить

  • 5 дышать

    дышать αναπνέω, ανασαίνω \дышатьите глубоко ανασαίνετε βαθιά
    * * *
    αναπνέω, ανασαίνω

    дыша́и́те глубоко́ — ανασαίνετε βαθιά

    Русско-греческий словарь > дышать

  • 6 глубоко

    επίρ. (κυρλξ. κ. μτφ.) βαθιά. || ως κατηγ. είναι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > глубоко

  • 7 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 8 древность

    θ.
    1. αρχαιότητα, αρχαία εποχή•

    в -и στην αρχαιότητα•

    седая древность τα πολύ παλιά χρόνια, η βαθιά αρχαιότητα.

    || ο αρχαίος κόσμος, οι αρχαίοι•

    идеи аристотеля разделяла вся древность τις ιδέες του Αριστοτέλη τις παραδέχονταν όλη η αρχαιότητα.

    2. οι αρχαιότητες, τα αρχαία μνημεία•

    музей -ей μουσείο αρχαιοτήτων.

    3. (απλ.) βαθιά γηρατειά.

    Большой русско-греческий словарь > древность

  • 9 корениться

    -ится
    ρ.δ.
    1. ριζώνω, απλώνω τις ρίζες βαθιά• έχω την αιτία, την πηγή.
    2. μτφ. εδρεύω, κρύβομαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > корениться

  • 10 печать

    1. (средство массовой информации) о τύπος
    выйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαι
    находиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοση
    поступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)
    2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωση
    глубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία
    3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать

  • 11 плантаж

    (с.-х) η βαθιά άροση (από 40 έως 80 εκ.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плантаж

  • 12 углубленно

    [ουγκλουμπλιόννα] εκίρ. βαθέως, βαθιά

    Русско-греческий новый словарь > углубленно

  • 13 deep stratification

    French\ \ stratification poussée; stratification en profondeur
    German\ \ tief gegliederte Schichtung
    Dutch\ \ diepe stratificatie; diepe gelaagdheid
    Italian\ \ stratificazione in profondità
    Spanish\ \ estratificiación profunda; estratificación en profundidad
    Catalan\ \ estratificació profunda; estratificació en profunditat
    Portuguese\ \ estratificação profunda
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ dyb lagdeling
    Norwegian\ \ dype lagdeling
    Swedish\ \ djupa stratifiering
    Greek\ \ βαθιά διαστρωμάτωση
    Finnish\ \ pitkälle (t. syvälle) viety ositus
    Hungarian\ \ mély rétegezés
    Turkish\ \ derin katmanlama
    Estonian\ \ sügav stratifitseerimine
    Lithuanian\ \ gilusis sluoksniavimasis
    Slovenian\ \ globoko razslojevanje
    Polish\ \ warstwowanie głębokie
    Ukrainian\ \ глубоке розшарування
    Serbian\ \ дубока стратификација
    Icelandic\ \ -
    Euskara\ \ sakon estratifikazioa
    Farsi\ \ chineb ndiye sasi
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ تقسيم طبقي عميق
    Afrikaans\ \ diepte-stratifikasie
    Chinese\ \ 深 分 层
    Korean\ \ 심층화

    Statistical terms > deep stratification

  • 14 углубленно

    [ουγκλουμπλιόννα] επίρ βαθέως, βαθιά

    Русско-эллинский словарь > углубленно

  • 15 альт

    -а и.-а, πλθ. альты α.
    1. άλτο, βαθιά παιδική ή γυναικεία φωνή.
    2. (μουσ.) η δεύτερη φωνή.
    3. άλτο (μουσικό όργανο).

    Большой русско-греческий словарь > альт

  • 16 беспробудно

    επίρ.
    (για ύπνο) βαθιά, βαριά, αξύπνητα•

    спать беспробудно κοιμάμαι μονοκοπανιά.

    Большой русско-греческий словарь > беспробудно

  • 17 борозда

    -ы, αιτ. борозду κ.πλθ. борозды, борозд, -ам θ.
    1. αυλακιά, -ακι.
    2. μτφ. ρυτίδα βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > борозда

  • 18 вглубь

    επίρ.
    βαθιά μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > вглубь

  • 19 вдаться

    вдамся, вдашься, вдастся, вдадимся, вдадитесь, вдадутся, παρλθ. χρ. вдался, -лась, -лось, προστκ. вдайся, ρ.σ.
    1. εισχωρώ, εισέρχομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα•

    море далеко -лось в берег η θάλασσα βαθιά εισχώρησε στην ξηρά.

    2. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι, ρίχνομαι με τα μούτρα•

    он -лся в философию αυτός επεδόθηκε στη φιλοσοφία.

    εκφρ.
    вдаться в крайности – μεταπηδώ από τη μια πλευρά στην άλλη, από τη μια άποψη στην άκρως αντίθετη•
    вдаться в обман – ξεγελιέμαι, απατώμαι•
    вдаться в подробности – ξανοίγομαι σε λεπτομέρειες

    Большой русско-греческий словарь > вдаться

  • 20 вдуматься

    ρ.σ.
    σκέφτομαι βαθιά, ολόπλευρα, βυθίζομαι σε σκέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > вдуматься

См. также в других словарях:

  • βαθιά — επίρρ., σε βάθος 1. τροπ.: Έψαξα βαθιά στο συρτάρι. 2. τοπ.: Κολυμπώ πάντα βαθιά στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθιά — επίρρ. βλ. βαθύς …   Dictionary of Greek

  • Νίμπρου, φαράγγι του- — Βαθιά και απόκρημνη χαράδρα, μήκους περίπου 7 χλμ. και πλάτους έως 2 μ., κοντά στο χωριό Νίμπρος (ή Ίμπρος και Ίμβρος), στα Σφακιά της Κρήτης. Το ύψος των κάθετων τοιχωμάτων του φτάνει τα 300 μ. Το φ. του Ν είναι ένα από τα πιο επιβλητικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»