Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βαθεῖς

См. также в других словарях:

  • βαθεῖς — βαθύς deep masc nom pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …   Dictionary of Greek

  • Σιέρα Λεόνε — Aπό γεωλογική άποψη η Σιέρα Λεόνε ανήκει στην εκτεταμένη εκείνη περιοχή στις παρυφές της βόρειας Aφρικής που, μολονότι παρέμεινε ουσιαστικά έξω από τις μεγαλειώδεις συρρικνώσεις του Tριτογενούς, υπέστη διαδικασίες ανανέωσης και επηρεάστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Griego moderno — Griego Ελληνικά / Eliniká Hablado en  Grecia (11 millones)  Chipre …   Wikipedia Español

  • неглоубокъ — (1*) пр. Неглубокий; перен. поверхностный: i нѣ(с) законъ иже помагае(т) творимымъ... не вѣдати сп҃сены(х) нача(л). аще и при ино(м) лучаютсѧ ѿ просты(х) суще. и неглубоци мыслью. обаче буди простыни. iже невѣдѣньѥмь въслѣдствоваша. (μὴ βαϑεῖς)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CATAPIRATER Plumbeus — apud Lucilium, An Catapirateris eodem deferet uncum Plumbi pauxillum raudus, linque metaxam? Graece καταπειρατὴς et καταπειρατὴρ μόλυβδος, est quô maris altitudo a nautis tentatur. Molybdum Graecâ voce Statius appellat, l. 3. Sylv. 2. v. 30. Sint …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»