-
41 μελάμ-βιος
μελάμ-βιος, von schwarzem, dunkelm Leben, Hesych.
-
42 μακρό-βιος
μακρό-βιος, lange lebend; Arist. rhet. 1, 5; Luc. Macrob. 6 u. a. Sp. S. nom. pr.
-
43 δηρό-βιος
-
44 μονό-βιος
-
45 λυπρό-βιος
λυπρό-βιος, kümmerlich lebend, Strab. VII, 318.
-
46 λυχνό-βιος
λυχνό-βιος, bei der Leuchte lebend, der aus Nacht Tag macht, Seneca epist. 122.
-
47 λιπό-βιος
-
48 λιμνό-βιος
λιμνό-βιος, im See, Sumpfe lebend, Ael. N. A. 6, 10.
-
49 λαμπρό-βιος
λαμπρό-βιος, glänzend lebend, Sp.
-
50 οἰό-βιος
οἰό-βιος, einsam lebend, VLL.
-
51 οἰκτρό-βιος
οἰκτρό-βιος, kläglich lebend, Sp.
-
52 οἰκό-βιος
οἰκό-βιος, zu Hause, häuslich lebend, Schol. Pind. N. 8, 58.
-
53 λῑτό-βιος
-
54 αὐξί-βιος
αὐξί-βιος, Leben verlängernd, Sp.
-
55 αἰσχρό-βιος
αἰσχρό-βιος, schändlich lebend, Orac. Sib.
-
56 αἰωνό-βιος
αἰωνό-βιος, der ewig lebende, Synes.
-
57 μῑμό-βιος
-
58 ἀ-πειρό-βιος
ἀ-πειρό-βιος, des Lebens unerfahren, Hierocl. bei Stob. flor. 67, 24, adv.
-
59 ὀρεσσί-βιος
ὀρεσσί-βιος, = ὀρέςβιος (?).
-
60 ἀριστό-βιος
ἀριστό-βιος, am besten, tugendhaft lebend, Heliod. 2, 35.
См. также в других словарях:
βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη … Dictionary of Greek
βιος, ο — και το βλ. βιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιός — bow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
βίος — ο 1.η ύπαρξη ζωντανού οργανισμού, η ζωή και η διάρκειά της: Ο συζυγικός του βίος είναι πολύ ευτυχισμένος. 2. βιογραφία: Ο βίος του αγίου Δημητρίου περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη … Dictionary of Greek
Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)