-
1 виза
[βίζα] ουσ. θ. βίζα -
2 виза
[βίζα] ουσ θ βίζα -
3 виза
виза ж η βίζα, η θεώρηση· \виза на въезд (на выезд) η βίζα εισόδου ( η άδεια για αναχώρηση)· выдать (получить) \визау χορηγώ ( παίρνω) βίζα* * *жη βίζα, η θεώρησηви́за на въезд (на вы́езд) — η βίζα εισόδου (η άδεια για αναχώρηση)
вы́дать (получи́ть) ви́зу — χορηγώ (παίρνω) βίζα
-
4 транзитный
транзитный: \транзитныйая виза η βίζα τράνζιτο· \транзитный пассажир о επιβάτης με τράνζιτο* * *транзи́тная ви́за — η βίζα τράνζιτο
транзи́тный пассажи́р — ο επιβάτης με τράνζιτο
-
5 виза
ви́з||аж1. (въездная) ἡ βίζα, ἡ θεώρηση διαβατηρίου:\виза на въезд ἡ βίζα ἐἰσόδου·2. (на документе) ἡ θεώρηση [-ις] ἐγγραφου:поставить \визау θεωρώ (διαβατήριο). -
6 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
-
7 виза-приглашение
η πρόσκληση-βίζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза-приглашение
-
8 визирование
I.(наводка) η σκόπευση (οπτικού οργάνου)II.(документа) η θεώρηση (του εγγράφου, του διαβατηρίου)η βίζα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > визирование
-
9 визировать
I.(совмещать визирную линию с движущимся объектом) σκοπεύω.II.(документ, паспорт) θεωρώ (το έγγραφο, το διαβατήριο), βάζω τη θεώρηση/βίζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > визировать
-
10 завизировать
θέτω/παίρνω/θεωρώ την άδεια εισόδου (στη χώρα), παίρνω τη βίζα εισόδου (στη χώρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завизировать
-
11 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
12 въездной
въезд||нойприл:\въезднойная виза ἡ θεώρηση είσόδου, ἡ βίζα, ἡ ἀδεια είσόδου.
См. также в других словарях:
βίζα — η η θεώρηση διαβατηρίου: Η βίζα έχει πια καταργηθεί ανάμεσα στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίζα — η θεώρηση και επικύρωση διαβατηρίων, πιστοποιητικών και ναυτιλιακών εγγράφων αλλοδαπών από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. visa («επικύρωση εγγράφου») < λατ. visa «θεωρηθέντα», πληθ. ουδ. του visus, μτχ. αορ. του video… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Βιζύη — Κωμόπολη της ανατολικής Θράκης στον δρόμο που οδηγεί από τη Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη. Απέχει 40 χλμ. από το λιμάνι της Μηδείας του Εύξεινου Πόντου και αποτελεί έδρα της ομώνυμης υποδιοίκησης του νομού Κιρικιλισελί. Σύμφωνα με μαρτυρία… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek