-
1 βήχω
[вихо] р. кашлять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βήχω
-
2 βήχω
[ατκιντνόϊ] εκ πτυκτός -
3 кашель
-
4 кашлять
-
5 закашлять
-
6 прокашлять
ρ.σ.1. βήχω.2. αποχρέμπτομαι.3. βήχω για ένα χρον. διάστημα. || ζω βήχοντας, με χρόνιο βήχα.αποχρέμπτομαι. -
7 закашлять
закашлятьсов ἀρχίζω νά βήχω. -
8 кашлять
кашля||тьнесов βήχω. -
9 откашливаться
откашливатьсянесов, откашляться сов ξεροβήχω, βήχω. -
10 покашливать
покашлива||тьнесов βήχω. -
11 покашлять
покашлятьсов βήχω λίγο. -
12 раскашляться
раскашлятьсясов βήχω δυνατά, μέ πιάνει δυνατός βήχας. -
13 слегка
слегканареч ἐλαφρά [-ῶς]:\слегка косну́ть-ся ἐγγίζω ἐλαφρά· \слегка кашлянуть βήχω ἐλαφρά. -
14 закашлять
[ζακάσλιτ"] ρ. αρχίζω να βήχω -
15 кашлянуть
[κασλινσύτ'] ρ. βήχω -
16 откапывать
[ατκάπυβατ'] ρ. ανασκάπτω ρ. βήχω -
17 раскашляться
[ρασκάσλγιατσα] ρ. βήχω δυνατά -
18 закашлять
[ζακάσλιτ"] ρ αρχίζω να βήχω -
19 кашлянуть
[κασλινσύτ'] ρ βήχω -
20 раскашляться
[ρασκάσλγιατσα] ρ βήχω δυνατά
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βήχω — βήχω, έβηξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βήχω — (Μ βήχω, Α βήσσω και βήττω) έχω βήχα νεοελλ. μιμούμαι τον ήχο του βήχα συνθηματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βήσσω < βηξ( χός), το δε βήχω < έβηξα, αόρ. του βήσσω, κατά το σχήμα: έβρεξα βρέχω, επρόσεξα προσέχω, έτρεξα τρέχω και με επίδραση του βήξ(… … Dictionary of Greek
βήχω — έβηξα 1. έχω βήχα: Άρπαξα κρυολόγημα και βήχω συνεχώς. 2. μιμούμαι το βήχα: Έβηξε διακριτικά για να κάνει αισθητή την παρουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεροβήχω — 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα, ενοχλούμαι από ξερό βήχα 2. βήχω επίτηδες για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου ή για να επισημάνω κάτι σε κάποιον («από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω...») … Dictionary of Greek
ξεροβήχω — ξερόβηξα 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα. 2. βήχω, κάνω πως βήχω για να με προσέξει κάποιος ή για να δώσω κάποιο σήμα: Μόλις ακούστηκε το ψέμα, ξερόβηξαν μερικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιβήσσω — ἐπιβήσσω (Α) βήχω ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βήσσω «βήχω»] … Dictionary of Greek
κοντοβήχω — (Μ κοντοβήχω) βήχω κοφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βήχω] … Dictionary of Greek
χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… … Dictionary of Greek
αναβήσσω — ἀναβήσσω (Α) [βήσσω] βήχω δυνατά και βγάζω φλέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βήσσω] … Dictionary of Greek
αποβήσσω — ἀποβήσσω (Α) βήχω για ν αποβάλω εκκρίματα … Dictionary of Greek
βήξιμο — το η ενέργεια του βήχω … Dictionary of Greek