-
21 закатить
-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный-чел, -а, -оρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ•закатить телегу под навес βάζω το κάρο στο υπόστεγο.
2. φεύγω μακριά (με όχημα).3. (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμάζω•закатить скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)•
-пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι.
|| περιφέρω•закатить глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών.
|| καταφέρω•закатить пощечину μπατσίζω, δίνω μπάτσο.
1. κυλώ, κατρακυλώι•мяч -лся под кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτι,
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω•солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε•
его слава -лась η δόξα του βασίλεψε.
3. βλ. закатить (2 σημ.).4. σκάζω από τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα από τα γέλια, βήχω από τα πολλά γέλια. || (για ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•-лся свисток ακούστηκε σφύριγμα.
εκφρ.глаза -лись – τα μάτια γούρλωσαν. -
22 кашлять
ρ.δ. βήχω. -
23 нагулять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагулянный, βρ: -лян, -а, -о.1. γερεύω, χοντραίνω, παχαίνω από τη βοσκή. || μτφ. (για άνθρωπο) χοντραίνω, παχαίνω από την καλοπέραση. || αποκτώ περιπατώντας•нагулять аппетит κάνω περίπατο για να μου έρθει, όρεξη φαγητού•
нагулять румянец ροδοκοκκινίζω από τον περίπατο•
-кашел βήχω από τον περίπατο.
2. (απλ.) εγκυμονώ ή γεννώ νόθο.κάνω πολΰ περίπατο, χορταίνω περίπατο. -
24 откашлянуть
-
25 откашлять
ρ.σ.1. βλ. откашлянуть.2. παύω να βήχω.αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγάζω φλέγματα. || σιγοβήχω (για να καθαρίσει η φωνή). -
26 перфорировать
-рую, -руешьρ.δ. и.σ.μ.1. (ιατρ.) διατρυπώ (στομάχι, έντερο κ.τ.τ.).2. ανοίγω οπές. || κάνω γεώτρηση.3. διατρυπώ•перфорировать киноленту διατρυπώ (στις άκρες) την κινηματογραφική ταινία.
διατρυπιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. • перхатьρ.δ. (απλ.) βήχω, ξεροβήχω. -
27 подкашливать
ρ.δ. βήχω ελαφρά (για να τραβήξω την προσοχή κάποιου). -
28 прокашлянуть
ρ.σ. βήχω συνθηματικά. -
29 раскашляться
ρ.σ. αρχίζωνα βήχω πολύ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βήχω — βήχω, έβηξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βήχω — (Μ βήχω, Α βήσσω και βήττω) έχω βήχα νεοελλ. μιμούμαι τον ήχο του βήχα συνθηματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βήσσω < βηξ( χός), το δε βήχω < έβηξα, αόρ. του βήσσω, κατά το σχήμα: έβρεξα βρέχω, επρόσεξα προσέχω, έτρεξα τρέχω και με επίδραση του βήξ(… … Dictionary of Greek
βήχω — έβηξα 1. έχω βήχα: Άρπαξα κρυολόγημα και βήχω συνεχώς. 2. μιμούμαι το βήχα: Έβηξε διακριτικά για να κάνει αισθητή την παρουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεροβήχω — 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα, ενοχλούμαι από ξερό βήχα 2. βήχω επίτηδες για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου ή για να επισημάνω κάτι σε κάποιον («από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω...») … Dictionary of Greek
ξεροβήχω — ξερόβηξα 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα. 2. βήχω, κάνω πως βήχω για να με προσέξει κάποιος ή για να δώσω κάποιο σήμα: Μόλις ακούστηκε το ψέμα, ξερόβηξαν μερικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιβήσσω — ἐπιβήσσω (Α) βήχω ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βήσσω «βήχω»] … Dictionary of Greek
κοντοβήχω — (Μ κοντοβήχω) βήχω κοφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βήχω] … Dictionary of Greek
χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… … Dictionary of Greek
αναβήσσω — ἀναβήσσω (Α) [βήσσω] βήχω δυνατά και βγάζω φλέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βήσσω] … Dictionary of Greek
αποβήσσω — ἀποβήσσω (Α) βήχω για ν αποβάλω εκκρίματα … Dictionary of Greek
βήξιμο — το η ενέργεια του βήχω … Dictionary of Greek