-
1 σπασμωδικώς
επίρρ.1) судорожно; спазматически; спастически;βήχει σπασμωδικώς — у него спазматический кашель;
2) перен. судорожно, лихорадочно
См. также в других словарях:
απόχρεμψη — η (AM ἀπόχρεμψις) το να βήχει κανείς για να βγάλει τα φλέματα … Dictionary of Greek
βηχώδης — βηχώδης, ες (Α) [βηξ( χός)]·1. εκείνος που βήχει 2. εκείνος που συνοδεύεται από βήχα ή προκαλεί βήχα … Dictionary of Greek
κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… … Dictionary of Greek
παραγρίπη — (Ιατρ.). Οξεία νόσος από ιό, η οποία προσβάλλει το αναπνευστικό σύστημα. Μεταδίδεται από μολυσμένο άτομο με τα σταγονίδια που μεταφέρονται με τον αέρα, όταν αυτό βήχει, φταρνίζεται ή μιλάει. Ανάμεσα σε όλες τις λοιμώξεις από ιό του αναπνευστικού… … Dictionary of Greek
βήξιμο — το 1. ο βήχας: Το βήξιμο του παιδιού ακουγόταν δυνατά μέσα στη νύχτα. 2. ο τρόπος με τον οποίο κάποιος βήχει: Το βήξιμο του καπνιστή είναι χαρακτηριστικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βηχιάρης, -α, -ικο — αυτός που βήχει συχνά, ο φυματικός, ο χτικιάρης: Όταν ήταν μικρός ήταν βηχιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλέγμα — το, ατος 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνεται από τις ρινικές κοιλότητες, η μύξα. 2. η βλέννα που προέρχεται από τους βρόγχους, το φλέμα, το ρόχαλο: Βήχει και βγάζει πολλά φλέγματα. 3. μτφ., ψυχραιμία, απάθεια, ασυγκινησία: Βρετανικό φλέγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)