-
1 βέλτιστος
A best, most excellent,β. ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq. 765
; ὦ βέλτιστε or β., a common mode of address, my dear friend, Id.Pl. 1172, Antiph.289, Pl.R. 337e, etc.;ὦ βέλτιστε σύ Eub.106
;ὦ β. ἀνδρῶν Pl.Grg. 515a
;ὦ ἄριστε καὶ β. Id.Lg. 902a
;βέντισθ' οὗτος Theoc.5.76
;ὑπὲρ τὸ β. A.Ag. 378
; οἱ β. or τὸ β. the aristocracy, X. HG5.2.6, Cyr.8.1.16, Ath.1.5, etc.; τὸ β., in Philos., the highest good, Pl.Phd. 99a, 99b, Epict.Ench.51, etc.;τὰ β. βουλεύειν Th.4.68
;οὐκ ἀπὸ τοῦ β. ἀναστρέφεσθαι SIG593.7
(ii B. C.), PTeb.282.8 (ii A. D.). Adv.βέλτιστα X.Oec.7.29
, etc.;βελτίστως Simp. in Cael.419.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βέλτιστος
См. также в других словарях:
ήδιστος — ίστη, ο (AM ἥδιστος, ιστη, ον) υπερθ. τού ἡδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς + κατάλ. υπερθ. ιστος (πρβλ. βέλτ ιστος, κράτ ιστος)] … Dictionary of Greek
κάκιστος — η, ο (AM κάκιστος, η, ον) (υπερθ. τού κακός) πάρα πολύ κακός. επίρρ... κακίστως (Μ) πολύ κακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. υπερθ. ιστος (πρβλ. βέλτ ιστος, κράτ ιστος)] … Dictionary of Greek