-
1 βας
-
2 δρομαιος
3 и 21) бегущий, мчащийся(λαγώς Xen.)
ἴχνη δρομαῖα Xen. — следы бегущего зверя;δ. κάμηλος Plut. — дромадер;δ. βάς Soph. — прибежавший2) быстрый, проворный(πῶλος Eur.; νεφέλη, πτέρυξ Arph.)
3) покровительствующий беговым состязаниям(Ἀπόλλων Plut.)
-
3 κιλλιβας
-
4 λαξ
Iadv. пятой, ногойλ. (προσ)βάς Hom. — наступив ногой;
λ. ποδὴ κινήσας Hom. — пошевеливая (спящего Диомеда) ногой;λ. πατεῖσθαι Aesch. — быть попираемым ногамиII(εἶχεν ἀεὴ τοῦτο τὸ λ. Luc.)
λ. κινῆσαι πρός τινα Luc. — лягнуть кого-л. -
5 λυκαβας
τοῦδ΄ αὐτοῦ λυκάβαντος Hom. — еще в этом самом году
-
6 οκριβας
-
7 φυγδα
-
8 αρέσω
(αόρ. άρεσα) αμετ. нравиться, быть приятным, симпатичным; доставлять удовольствие;μου αρέσει... — мне нравится;
αυτό δεν μ' αρέσει — это мне не нравится;
μ' αρέσει να... — я люблю... (делать что-л.);
όποιου δεν τ' αρέσει ας πάει καλιά του — кто не согласен, пусть лучше уйдёт;
§ όπως βας αρέσει! — как вам угодно!;
έτσι μ' αρέσει — так я хочу;
έτσι τ' αρέσουν τ' αφεντικού οι δουλιές так требует хозяин
См. также в других словарях:
Βᾶς — masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾶς — βᾶ̱ς , βάζω speak fut ind act 2nd sg (doric) βαίνω walk aor ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾷς — βάζω speak fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάς — βά̱ς , βαίνω walk aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) βαίνω walk aor ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῆν — Βᾶς masc gen pl (doric) Βᾶς masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαῖς — Βᾶς masc dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βείων — Βᾶς masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιῶν — Βᾶς masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοῦ — Βᾶς masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βᾶ — Βᾶς masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βᾷ — Βᾶς masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)