1
βουβάρας
A = μέγας καὶ ἀναίσθητος, Hdn.Gr.1.57; cf. βουβάραι· μεγάλαι, Hsch.: also expld. as = μεγαλοναύτης (cf. βᾶρις), Id., cf. EM 206.18:—[full] βούβαρις, Philist.56 (- βάρτις cod. Hsch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουβάρας