Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

βάραϑρα

См. также в других словарях:

  • Βάραθρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάραθρα — βάραθρον gulf neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάραθρ' — Βάραθρα , Βάραθρα fem nom/voc sg Βάραθραι , Βάραθρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Баратры — (Βάραθρα) так назывались, по Диодору и Страбону, обширные болота недалеко от нынешнего города Порт Саида в Египте. Город Пелуза находился посередине этих болот. Они часто служили препятствием для вторжения неприятелей, и Артаксеркс, между прочим …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • βάραθρ' — βάραθρα , βάραθρον gulf neut nom/voc/acc pl βάραθρε , βάραθρος one that ought to be thrown into the pit masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Катавофрон — (множ. число: катавофра, κατάβοθρα): 1) новогреч. название тех естественных ущелий и отверстий в известковых горах, которые отводят не имеющую видимого стока воду из котловин и плоскогорий и в отдаленных местах дают ей выход в виде источника.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Sirbonischer See — Karte des Sirbonischen Sees Geographische Lage Ägypten Daten …   Deutsch Wikipedia

  • αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… …   Dictionary of Greek

  • καιετάεις — καιετάεις, εσσα, εν (Α) [καιετός] ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές τής γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»