-
1 βάπτισμα
-
2 βαπτισμα
-
3 βάπτισμα
βάπτισμαbaptism: neut nom /voc /acc sg -
4 βάπτισμα
βάπτισμα κ. βάφτισμα το1) крещение – неповторяющееся таинство, вводящее верующего в Церковь, при котором крещаемого священник погружает трижды в купель с водой во имя Отца и Сына и Святого Духа. При таинстве крещения присутствует и крестный отец крещаемого, поручаясь за духовное руководство новообращаемого. Крещение может по необходимости совершаться в воздухе или окроплением, если жизнь человека находится в опасности. В этом случае если крещаемый спасается или выздоравливает, последование крещения должно быть осуществлено в храме, исключая трехразовое погружение в купель;2) погружение, окунание в купель -
5 βάπτισμα
βάπτισμα u. βαπτισμός, die Taufe -
6 βάπτισμα
βάπτισμα, ατος, τό (s. βαπτίζω; found only in Christian writers; ApcSed 14:6 [p. 136, 7 and 9 Ja.]; Just., D.; Mel., Fgm. 6 al.)① the ceremonious use of water for purpose of renewing or establishing a relationship w. God, plunging, dipping, washing, water-rite, baptismⓐ of John’s rite (Orig., C. Cels. 1, 44, 13 al. [T. Jesus]) Mt 3:7; 21:25; Mk 11:30; Lk 7:29; 20:4; Ac 1:22; 10:37; 18:25; 19:3; β. μετανοίας Mk 1:4; Lk 3:3 (in these two passages with εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν [proclaiming] a baptism-with-repentance to receive forgiveness of sins) Ac 13:24; 19:4; GEb 13, 74.ⓑ of Christian rite β. φέρον ἄφεσιν ἁμαρτιῶν B 11:1; β. εἰς τὸν θάνατον Ro 6:4 (s. βαπτίζω 2b). ἓν β. Eph 4:5. The person baptized is at the same time buried w. Christ Col 2:12 v.l.; 1 Pt 3:21 (s. ἀντίτυπος). Compared to a soldier’s weapons IPol 6:2. τηρεῖν τὸ β. ἁγνὸν καὶ ἀμίαντον 2 Cl 6:9. Ritual directions D 7:1, 4.② an extraordinary experience akin to an initiatory purification rite, a plunge, a baptism.ⓐ metaph. of martyrdom Mk 10:38f; Lk 12:50; Mt 20:22f v.l. (s. GDelling, NovT 2, ’58, 92–115, and βαπτίζω 3c).ⓑ metaph. of salvation β. ἐν σωτηρίᾳ Ἀχερουσίας λίμνης b. in the saving waters of the Acherusian lake ApcPt Rainer 1, 4f (s. Ἀχερούσιος; EPeterson, Frühkirche, Judentum u. Gnosis ’59, 310ff).—M-M. TW. -
7 βάπτισμα
το см. βάφτισμα;§ τό βάπτισμα τού πυρός — боевое крещение
-
8 βάπτισμα
τὸ βάπτισμα, ατός омовение, погружение в воду; христ. крещение -
9 βάπτισμα
{сущ., 22}погружение, крещение.Синонимы: 909 ( βαπτισμός).Ссылки: Мф. 3:7; 20:22, 23; 21:25; Мк. 1:4; 10:38, 39; 11:30; Лк. 3:3; 7:29; 12:50; 20:4; Деян. 1:22; 10:37; 13:24; 18:25; 19:3, 4; Рим. 6:4; Еф. 4:5; Кол. 2:12; 1Пет. 3:21.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βάπτισμα
-
10 βάπτισμα
{сущ., 22}погружение, крещение.Синонимы: 909 ( βαπτισμός).Ссылки: Мф. 3:7; 20:22, 23; 21:25; Мк. 1:4; 10:38, 39; 11:30; Лк. 3:3; 7:29; 12:50; 20:4; Деян. 1:22; 10:37; 13:24; 18:25; 19:3, 4; Рим. 6:4; Еф. 4:5; Кол. 2:12; 1Пет. 3:21.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βάπτισμα
-
11 βάπτισμα
погружение, крещение; син. βαπτισμός.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βάπτισμα
-
12 βάπτισμα
крещениекрещениемΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βάπτισμα
-
13 βάπτισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάπτισμα
-
14 βάπτισμα
baptême -
15 βάπτισμα
chrzest (m) rzecz. -
16 βάπτισμα
křest -
17 βάπτισμα
baptismΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βάπτισμα
-
18 παρα-βάπτισμα
παρα-βάπτισμα, τό, falsche Taufe, K. S.
-
19 křest
βάπτισμα -
20 baptism
βάπτισμα
См. также в других словарях:
βάπτισμα — baptism neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτισμάτων — βάπτισμα baptism neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσμασι — βάπτισμα baptism neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσμασιν — βάπτισμα baptism neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσματα — βάπτισμα baptism neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσματι — βάπτισμα baptism neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτίσματος — βάπτισμα baptism neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Baptism — This article is about the Christian religious ceremony. For other uses, see Baptism (disambiguation). Baptism of Neophytes by Masaccio, 15th century, Brancacci Chapel, Florence.[ … Wikipedia
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
βάφτισμα — το (AM βάπτισμα, Μ και βάπτισμαν) το μυστήριο του βαπτίσματος, η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο αγιασμένο νερό, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας νεοελλ. 1. η χάρη που … Dictionary of Greek
ολοβάπτισμα — το το βάπτισμα που γίνεται με πλήρη κατάδυση στο νερό, όπως είναι το βάπτισμα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε αντιδιαστολή προς αυτό που γίνεται με ράντισμα, όπως είναι το βάπτισμα τών Δυτικών … Dictionary of Greek