-
1 βαμβακάς
ο, βαμβακού η1) хлопковод, хлопкороб; 2) торговец хлопком -
2 вата
το βαμβάκιο βάμβαξминеральная - ο ορυκτοβάμβακας, ο πετροβάμβακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вата
-
3 хлопок
το βαμβάκι, ο βάμβακαςочищать - εκκο-κίζω/καθαρίζω το -убирать - μαζεύω/συλλέγω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хлопок
-
4 βαμβακού
См. также в других словарях:
Βαμβακάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από το χωριό Γουργιά του Μεσολογγίου. Διακρίθηκε στις μάχες της Ναυπάκτου και της Βόνιτσας. Ανδραγάθησε στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. 2. Δημήτριος. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek