-
1 βάλσαμ
-
2 βαλσαμ-ώδης
βαλσαμ-ώδης, ες, balsamartig, Plin. 12, 19.
-
3 βαλσαμώδης
См. также в других словарях:
κεφαλίνη — (Α κεφαλίνη) νεοελλ. 1. γλυκερο φωσφο αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα 2. παλαιά ονομασία τής αιθανολαμίνης αρχ. η ρίζα τής γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα τής γεύσης («τὸ δὲ πλέον ἡ γλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει… … Dictionary of Greek