-
1 βάλαρις
A = βρύον θαλάσσιον, Ps.-Dsc.4.98.2 = βοτάνη τρίφυλλος, Hsch.3 ([etym.] βάλλ-), = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάλαρις
-
2 βάλαρις
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάλαρις
-
3 βάλλαρις
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάλλαρις
-
4 τρίφυλλος
τρῐφυλλ-ος, ον,II τρίφυλλα· πολύφυλλα, καὶ πόα δέ τις Μηδικὴ οὕτω καλουμένη, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίφυλλος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский