-
1 βάκτρου
βάκτρονstick: neut gen sg -
2 ὀζαλέος
ὀζαλέος, ästig, ὀζαλέην βάκτρου τήνδε καρηβαρίην δέξῃ, Qu. Macc. 10 (IX, 249).
-
3 καρηβαρια
ἥ1) увесистость головки, т.е. тяжеловесный набалдашник(βάκτρου Anth.)
2) ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut. -
4 οζαλεος
-
5 τριτοβαμων
2, gen. ονος идущий в качестве третьего, т.е. служащий (как бы) третьей ногой -
6 δεύω
δεύω (A), [tense] impf. ἔδευον, [dialect] Ep. δεῦον, [dialect] Ion. δεύεσκον, Od.8.522, Il.13.655, Od.7.260: [tense] fut.Aδεύσω Eub.90.4
: [tense] aor.ἔδευσα Eup.332
, Pl.Com. 173.9, S.Aj. 376(lyr.):—[voice] Med., Od.5.53:—[voice] Pass., ib.6.44, etc.: [tense] fut. δεύσομαι ([etym.] ἀνα-) Gal.10.867: [tense] aor.ἐδεύθην Hp.Ulc.11
, Thphr.HP9.9.1: [tense] pf.δέδευμαι E.Fr.467.5
, Pl.Lg. 782c, X.Cyr.6.2.28:—wet, drench, δεῦε δὲ γαῖαν (sc. αἷμα) Il.13.655, cf. 23.220;γλάγος ἄγγεα δεύει 2.471
;δάκρυ δ' ἔδευε.. παρειάς Od.8.522
;σπογγιὰν δεύων Hp.Loc. Hom.12
: c. dat. modi,εἵματα δ' αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον Od.7.260
:— [voice] Pass.,δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι Il.9.570
;αἵματι δὲ χθὼν δεύετο 17.361
;χρίμασι δευόμενοι Xenoph.3.6
;μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι Pl.Lg.
l.c.; to be flooded with light,ἀργέτι δεύεται αὐγῇ Emp.21.4
; ῥίζα ὄξει δευθεῖσα steeped in.., Thphr. l. c.:—[voice] Med., πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ wets his wings in the brine, Od.5.53, cf. E.Alc. 184: rarely c. gen. modi,αἵματος ἔδευσε γαῖαν Id.Ph. 674
(lyr.).2 mix a dry mass with liquid, so as to make it fit to knead, Ar.Fr. 271;δεῦσαι καὶ μάξαι X.Oec.10.11
;ἄρτον ὕδατι δεδευμένον Id.Cyr.6.2.28
; ἀλφίτοις δ. knead up with meal, D.H.7.72.II causal, make to flow, shed,ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα S.Aj. 376
(lyr.).------------------------------------A miss, want, [voice] Act. used by Hom. only in [tense] aor., ἐδεύησεν δ' οἰήϊον ἄκρον ἱκέσθαι he missed, failed in reaching it, Od.9.483, 540: δεύει, = δεῖ, IG12(2).526A 19 ([place name] Eresus);δεύοντος Alc.Oxy.1788.15
ii 3.II Dep. [full] δεύομαι, [tense] fut.δευήσομαι Od.6.192
, = [dialect] Att. δέομαι, feel the want or loss of, be without, θυμοῦ δευόμενος reft of life, Il.3.294, 20.472; stand in need of, ;ἐν καίροις ἐπιμεληΐας δευομένοις IG12(2).243
([place name] Mytilene); αἴ κέ τινος δεύωνται ib.15.26; ἐδεύετο ἤματος ὥρη.. νέεσθαι the time of day required her to return, A.R.3.1138.2 to be wanting, deficient in,δ. πολέμοιο Il.13.310
μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο 17.142
: abs., in need,22.492
; τετράκις εἰς ἑκατὸν δεύοιτό κεν it would fall short.., A.R.2.974.3 c. gen. pers., to be inferior to,ἄλλα τε πάντα δεύεαι Ἀργείων Il.23.484
;οὔ τευ δευόμενον Od.4.264
. -
7 καρηβαρία
κᾰρηβᾰρ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ, = foreg., Hp.Acut.49, Aph.5.22, Arist. Somn.Vig. 456b29, Porph.Abst.1.28, Agath.2.38; κ. βάκτρου, paraphrase for a 'knobby' stick, AP9.249 (Maec.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρηβαρία
См. также в других словарях:
βάκτρου — βάκτρον stick neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… … Dictionary of Greek
έκκεντρο — Κινηματικό όργανο το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεων, που ρυθμίζονται από οποιονδήποτε νόμο σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ονομάζεται και εκκεντρική βαθμίδα ή, σπανιότερα, κτηδών. Ιδιαίτερα μετασχηματίζει μια ομαλή κυκλική κίνηση ενός άξονα σε… … Dictionary of Greek
καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
τριτοβάμων — όνος, ὁ, ἡ Α φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο βάμων] … Dictionary of Greek