Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βάζω

  • 81 оборот

    α.
    1. στροφή•

    количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•

    колеса η στροφή του τροχού.

    || γύρισμα, αναστροφή•

    оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.

    2. κύκλος•

    оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).

    || κυκλοφορία•

    оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•

    пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•

    годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.

    3. χρήση, χρησιμοποίηση•

    пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•

    ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.

    4. στροφή•

    оборот реки στροφή του ποταμού.

    || καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).
    5. τροπή•

    дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).

    6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•

    оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).

    7. έκφραση•

    р-чи έκφραση λόγου•

    неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.

    εκφρ.
    брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > оборот

  • 82 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 83 пересадить

    -сазу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω να καθίσει αλλού•

    пересадить ученика на другую парту βάζω το μαθητή να καθίσει σε άλλο θρανίο.

    || μεταθέτω, μεταφέρω• τοποθετώ αλλού•

    пересадить в другой вагон μεταφέρω σε άλλο βαγόνι.

    2. μτφ. περνώ.
    3. μεταφυτεύω.
    4. (ιατρ.) μεταμοσχεύω•

    пересадить сердце μεταμοσχεύω καρδιά.

    5. βάζω, περνώ•

    пересадить топор в другое топорище βάζωστο τσεκούρι άλλο στυλιάρι.

    Большой русско-греческий словарь > пересадить

  • 84 подвергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•

    -наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•

    критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•

    -обсуждению βάζω υπο συζήτηση•

    подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•

    подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•

    подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.

    υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•

    подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•

    насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•

    подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•

    подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвергнуть

  • 85 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

  • 86 подсунуть

    ρ.σ.μ.
    χώνω, βάζω αποκάτω•

    подсунуть сундук под кровать βάζω το σεντούκι κάτω από το κρεβάτι.

    || χώνω, βάζω απαρατήρητα, κρυφά. || απατώ, ξεγελώ, πασάρω•

    он -ул мне фальшивую монету αυτός μου πάσαρε ένα κάλπικο νόμισμα.

    (απλ.) πλησιάζω• χώνομαι. || μτφ. επεμβαίνω•

    подсунуть с советами επεμβαίνω με συμβουλές.

    Большой русско-греческий словарь > подсунуть

  • 87 проставить

    ρ.σ.μ. γράφω, βάζω•

    проставить дату и номер в справке βάζω ημερομηνία και αριθμό στη βεβαίωση•

    проставить в журнале оценки ученикам βάζω στον κατάλογο τους βαθμούς των μαθητών.

    Большой русско-греческий словарь > проставить

  • 88 разграничить

    ρ.σ.μ.
    1. οροθετώ, ορόσημαί-νω, βάζω όρια., σύνορα• χωρίζω•

    разграничить имение βάζω σύνορα στο κτήμα.

    2. μτφ. διαχωρίζω, ξεχωρίζω•

    разграничить понятия βάζω όρια στις έννοιες•

    разграничить обязанности διαχωρίζω τις υποχρεώσεις.

    οροθετούμαι, οροσημαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разграничить

  • 89 установить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. установленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εγκατασταίνω, τοποθετώ, εγκαθιδρύω•

    установить машину εγκατασταίνω μηχανή.

    || κανονίζω•

    установить орудия по прицелу κανονίζω τη σκόπευση τωνπυροβόλων.

    || αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    установить связь αποκατασταίνω τη σύνδεση (επικοινωνία).

    || συνταυτίζω, φέρω σε αντ ιστό ιχία, αντ ιστοιχώ.
    2. καθιερώνω, βάζω σε εφσ.ρμογή•

    установить наблюдение за подозрительными лицами βάζω υπο παρακολούθηση ύποπτα πρόσωπα.

    3. ορίζω, καθορίζω• βάζω•

    установить цену καθορίζω την τιμή•

    установить расписание καθορίζω το ωρολόγιο πρόγραμμα.

    4. επιβάλλω•

    установить тишину επιβάλλω ησυχία•

    установить порядок επιβάλλω τάξη.

    5. προσδιορίζω, καθορίζω, εξακριβώνω, διαπιστώνω•

    из-за тумана мы не смогли установить силы врага λόγω της ομίχλης δεν μπορέσαμε να προσδιορίσομε τις εχθρικές δυνάμεις.

    6. βλ. уставить (4 σημ.).
    1. (απλ.) τοποθετούμαι, μπαίνω, χωρώ.
    2. καθιερώνομαι θεσπίζομαι•

    -лся обычай έγινε συνήθεια.

    || επικρατώ•

    -лся порядок επεκράτησε τάξη•

    -лась тишина επεκράτησε ησυχία.

    || σταθεροποιούμαι•

    погода -лась ο καιρός σταθεροποιήθηκε.

    || μπαίνω σε εφαρμογή, πραγματοποιούμαι• αποκατασταίνομαι•

    мвду центром и периферией -лась прочная связь αναμεαα στο κέντρο και την περιφέρεια αποκαταστάθηκε μόνιμη σύνδεση (ή επικοινωνία).

    3. διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι•

    он ещё не -лся αυτός ακόμα δε διαμορφώθηκε•

    голос у него не вполно -лось η φωνή του ακόμα δε διαμορφώθηκε πλήρως.

    4. βλ. уставиться (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > установить

  • 90 включать

    1. (подавать питание на двигатель, аппарат и т.п.) βάζω μπρος, συνδέω 2. (реле) ενεργοποιώ 3. (подключать что-л. в цепь или к цепи) συνδέω 4. (контактор, пускатель, рубильник и т.п.) κλείνω (π.χ. επαφή) 5. (соединять) συνδέω 6. (в состав чего-л.) μπαίνω
    συμπεριλαμβάνω
    7. (зацепление, сцепление) βάζω, συμπλέκω
    - первую{}вторую{} передачу - πρώτη/δεύτερη μετάδοση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > включать

  • 91 закладывать

    1. (начинать постройку чего-л. 2. (заделы-вать во что-л.) τοποθετώ (σε κάτι) 3. (отдать в залог под ссуду) ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладывать

  • 92 запускать

    I.
    1. (механизм) ξεκινώ, εκκινώ 2. (схему или цепь) βάζω εμπρός το κύκλωμα 3. (космический корабль, спутник) εκτοξεύω. II. 1. (довести до состояния упадка) εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ 2. с-х. (перестать обрабатывать землю) αφήνω χέρσα τη γή

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запускать

  • 93 подложить

    1. (снизу) βάζω από κάτω 2. (добавить, дополнить) βάζω συμπληρωματικά, προσθέτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подложить

  • 94 приводить

    1. мат. ανάγω, (μετα)τρέπω 2. (сообщать что-л. в подкрепление своего мнения, сослаться на что-л.) παραθέτω, φέρ(ν)ω, παρουσιάζω, προσκομίζω, αναφέρω, προβάλλω 3. (точно совмещать) φέ-ρ(ν)ω σε αντιστοιχία 4. (выходную величину к входной) συσχετίζω, παραπέμπτω 5. (в движение) βάζω/θέτω (σε κίνηση) 6. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρ(ν)ω
    - в исполнение θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ
    7. (ведя, доставлять куда-л.) φέρω, προσάγω 8. (указывать дорогу) οδηγώ, φέρω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приводить

  • 95 прилагать

    1. (приближать вплотную, дожить на что-л.) βάζω, θέτω, ενώνω 2. (присоединять) (επι)συνάπτω 3. (направлять действие чего-л. на что-л.) βάζω, καταβάλλω
    - силы - τις δυνάμεις.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилагать

  • 96 пристегнуть

    κουμπώνω, θηλυκώνω
    - привязной ремень ав. βάζω τη ζώνη ασφαλείας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пристегнуть

  • 97 укладывать

    1. (прокладывать, устанавливать) τοποθετώ, βάζω, θέτω, στρώνω 2. (упаковывать) συσκευάζω 3. (придавать лежачее положение) ξαπλώνω, βάζω κάτω 4. (в определённом порядке)τοποθετώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укладывать

  • 98 баллотироваться

    баллотироваться βάζω (или υποβάλλω) υποψηφιότητα
    * * *
    βάζω ( или υποβάλλω) υποψηφιότητα

    Русско-греческий словарь > баллотироваться

  • 99 банка

    банка ж 1) το κουτί το δοχείο (стеклянная ) 2) мн. \банкаи мед. οι βεντούζες ставить \банкаи βάζω βεντούζες
    * * *
    ж
    1) το κουτί; το δοχείο ( стеклянная)
    2) мн.

    ба́нки — мед. οι βεντούζες

    ста́вить ба́нки — βάζω βεντούζες

    Русско-греческий словарь > банка

  • 100 ввести

    ввести 1) εισάγω \ввести в га вань εισπλέω 2) (устано вить) καθιερώνω, εγκαθιστώ \ввести в действие (в строй ) θέτω (ала βάζω) σε ενέργεια (σε κίνηση) ◇ \ввести кого-л. в курс... πληροφορώ (ала ενημερώνω) κάποιον...
    * * *

    ввести́ в га́вань — εισπλέω

    2) ( установить) καθιερώνω, εγκαθιστώ

    ввести́ в де́йствие (в строй) — θέτω ( или βάζω) σε ενέργεια (σε κίνηση)

    ••

    ввести́ кого́-л. в курс... — πληροφορώ ( или ενημερώνω) κάποιον…

    Русско-греческий словарь > ввести

См. также в других словарях:

  • βάζω — speak pres subj act 1st sg βάζω speak pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάζω — βάζω, έβαλα βλ. πίν. 108 , βάλθηκα, βαλμένος βλ. πίν. 182 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • βάζω — έβαλα, βάλθηκα, βαλμένος 1. τοποθετώ: Έβαλα όλα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. 2. φορώ: Βάλε το παλτό σου για να φύγουμε. 3. προξενώ: Μη με βάζεις σε μπελάδες! 4. προσθέτω: Αν τα βάλεις όλα μαζί, τα έξοδα είναι πάρα πολλά, φρ.: Έβαλε νερό στο κρασί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βᾶν — βάζω speak fut part act masc voc sg (doric aeolic) βάζω speak fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) βάζω speak fut part act masc nom sg (doric aeolic) βάζω speak fut inf act βαίνω walk aor ind act 3rd pl (doric) βαίνω walk aor ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάζετε — βάζω speak pres imperat act 2nd pl βάζω speak pres ind act 2nd pl βάζω speak imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάζῃ — βάζω speak pres subj mp 2nd sg βάζω speak pres ind mp 2nd sg βάζω speak pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάξον — βάζω speak aor imperat act 2nd sg βάζω speak fut part act masc voc sg βάζω speak fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάξω — βάζω speak aor subj act 1st sg βάζω speak fut ind act 1st sg βάζω speak aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσω — βάζω speak aor subj act 1st sg βάζω speak fut ind act 1st sg βάζω speak aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) βά̱σω , βαίνω walk aor subj act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βῶν — βάζω speak fut part act masc voc sg βάζω speak fut part act neut nom/voc/acc sg βάζω speak fut part act masc nom sg (attic epic ionic) βοῦς bullock masc/fem acc sg (epic) βοῦς bullock masc/fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»