Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βάδην

  • 1 ходьба

    ходьба ж το βάδισμα, το περπάτημα· полчаса \ходьбаы μισή ώρα περπάτημα; спортивная \ходьба (το) βάδην
    * * *
    ж
    το βάδισμα, το περπάτημα

    полчаса́ ходьбы́ — μισή ώρα περπάτημα

    спорти́вная ходьба́ — (το) βάδην

    Русско-греческий словарь > ходьба

  • 2 шагом

    шагом βάδην; αργά (не торопясь)
    * * *
    βάδην; αργά ( не торопясь)

    Русско-греческий словарь > шагом

  • 3 шагом

    шагом
    нареч μέ βήμα:
    ехать \шагом πηγαίνω μέ τό ἀλογο βάδην \шагом марш! (команда) ἐμπρός μαρς!

    Русско-новогреческий словарь > шагом

  • 4 печатать

    ρ.δ.
    1. (εκ)τυπώνω•

    печатать газеты τυπώνω εφημερίδες•

    вновь печатать ξανατυπώνω•

    печатать на литографии λιθογραφώ•

    печатать на машинке δακτυλογραφώ.

    || δημοσιεύω στον τύπο.
    2. βγάζω φωτογραφίες στο χαρτί.
    3. παλ. σφραγίζω, βάζω σφραγίδα.
    εκφρ.
    печатать шаг – βηματίζω, βαδίζω σταθερά, προχωρώ βάδην.
    (εκ)τυπώνομαι. || δημοσιεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > печатать

  • 5 шаг

    -а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ.α.
    1. το βήμα•

    короткий шаг βραχύ βήμα•

    длинный шаг μακρύ βήμα.

    || πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).
    2. το βάδισμα•

    замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•

    ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.

    (στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).
    3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•

    необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•

    важный шаг σοβαρό βήμα.

    4. (τεχ.) διάστημα•

    шаг винта το βήμα του κοχλία•

    шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•

    длина -а το μήκος του βήματος.

    εκφρ.
    первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•
    гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•
    черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•
    в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•
    на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•
    один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•
    с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•
    шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:
    α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).
    β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•
    идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•
    сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•
    в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•
    ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•
    ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•
    ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•
    -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•
    -у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > шаг

  • 6 шагом

    επίρ.
    με βήμα, βάδην.

    Большой русско-греческий словарь > шагом

  • 7 Step

    subs.
    Of a ladder, etc.: P. and V. βάθρον, τό (Lys.).
    Rung: Ar. and V. κλιμακτήρ, ὁ, V. ἐνήλατα, τά.
    Steps of ladders: V. κλιμάκων προσαμβσεις, αἱ.
    Shall we mount the steps of the house: V. πότερα δωμάτων προσαμβάσεις ἐκβησόμεσθα (Eur., I. T. 97).
    Flight of steps: P. ἀναβαθμός, ὁ (Hdt.).
    Act of stepping: Ar. and V. βσις, ἡ, βῆμα, τό.
    Step in the dance: Ar. χορείας βάσις.
    Steps in dancing: P. and V. σχήματα, τά (Eur., Cycl. 221).
    Footstep: P. and V. ἴχνος, τό, V. στβος, ὁ (also Xen.).
    Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).
    Foot: P. and V. πούς, ὁ, βσις, ἡ (Plat. but rare P.), V. ἔμβασις, ἡ.
    Manner of walking: P. βαδισμός, ὁ, βάδισμα, τό, Ar. and P. βδισις, ἡ (Xen.), V. ἤλυσις, ἡ.
    Proceeding, measure: P. and V. πρᾶγμα, τό, P. προαίρεσις, ἡ.
    Take steps, v.: P. and V. βουλεύεσθαι.
    Step by step: Ar. and P. βδην (Xen.).
    Gradually: Ar. and P. κατ μικρόν, P. κατὰ βραχύ, κατʼ ὀλίγον.
    Make a false step: P. and V. μαρτνειν, σφάλλεσθαι, πταίειν, P. διαμαρτάνειν.
    Follow in one's steps: use imitate.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. βαδίζειν (also Ar. rare V.), Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, πατεῖν.
    Step in the dance: P. βαίνειν, ἐμβαίνειν (Plat., Alci I. 108A and C); see Dance.
    Step forward: see Advance.
    Step forth from: P. and V. ἐκβαίνειν (ἐκ, gen. or gen. alone).
    Step upon, set foot on: P. and V. ἐπιβαίνειν (gen.), ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc. V. acc. gen. or dat.), V. ἐπεμβαίνειν (acc. gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Step

  • 8 yayan

    πεζή, βάδην, απληροφόρητος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > yayan

См. также в других словарях:

  • βάδην — step by step indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • βάδην — επίρρ., αντίθ. τροχάδην αργά, περπατητά: Κάθε πρωί κάνω ένα χιλιόμετρο βάδην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβάδην — Α επίρρ. 1. περπατώντας μπροστά («μήτ ἐν ὁδῷ μήτ ἐκτὸς ὁδοῡ προβάδην οὐρήσῃς», Ησίοδ.) 2. μτφ. βαθμηδόν, βαθμιαία 3. φρ. «προβάδην ἐξάγω» οδηγώ προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα βάδην, περι βάδην), βλ. και λ …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • περιβάδην — ΝΜΑ επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος σε άλογο, ιππαστί, καβάλα («οὐ περιβάδην ἀλλὰ κατὰ πλευράν», Αχιλλ. Τάτ.) αρχ. με σταυρωμένα τα σκέλη, σταυροπόδι ή με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα …   Dictionary of Greek

  • συμβάδην — Μ επίρρ. με τα πόδια ενωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. περι βάδην), βλ. και λ. βάδην] …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • βαδίζω — (AM βαδίζω) 1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό 2. κατευθύνομαι νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει») 2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ αχνάρια… …   Dictionary of Greek

  • βαδιστής — ο (Α βαδιστής) [βαδίζω] αυτός που βαδίζει, ο πεζοπόρος νεοελλ. ο αθλητής ή όποιος ασχολείται με το άθλημα του βαδίσματος, με το βάδην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»