-
61 выгладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выглаженный, βρ: -жен, -а, -о.1. εκλει-αίνω, ομαλύνω, ισιάζω.2. σιδερώνω (ύφασμα).1. εκλειαίνομαι, ομαλύνομαι.2. σιδερώνομαι. -
62 зажиреть
ρ.σ. παχαίνω•корова -ла η αγελάδα πάχυνε.
|| μτφ. (απλ.) πλουτίζω, -αίνω. -
63 зарекомендовать
-дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -дованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. συνιστώ, συστήνω, -αίνω, παρουσιάζω• δίνω ενδείξεις. -
64 развить
разовью, разовьшь, παρλθ. χρ. развил-ла, -ло, προστκ. развей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развитый, βρ: -вит, -а, -о κ. развит-а, -оρ.σ.μ.1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, ξεστριβω, ξεκλώθω• ξεπλέκω•развить вервку ξεπλέκω (ξεκλώθω) την τριχιά.
2. αναπτύσσω, προάγω, καλλιεργώ•развить голос καλλιεργώ τη φωνή•
развить память αναπτύσσω τη μνήμη•
развить интерес к музыке αναπτύσσω το ενδιαφέρο για τη μουσική.
3. Λνΐ,αινω, μεγαλώνω•развить машиностроение αναπτύσσω τη μηχανοκατασκευή•
развить творческую деятельность αναπτύσσω τη δημιουργική δραστηριότητα•
развить скорость αναπτύσσω ταχύτητα.
4. μορφώνω, ανεβάζω το πνευματικό, πολιτιστικό επίπεδο• εκσυγχρονίζω.5. προάγω, βαθαίνω, πλαταίνω, δίνω βάθος (στο περιεχόμενο).1. ξετυλίγομαι, ξεστρίβομαι, ξε-κλώθομαι• ξεπλέκομαι.2. αναπτύσσομαι• μεγαλώνω, αυξαίνομαι, μεγενθύνομαι• ωριμάζω•3. μορφώνομαι, εξελίσσομαι, εκπολιτ ίζομαι εκ-συγχρον ίζομαι. -
65 тяготить
-гощу, -готишьρ.δ.1. βαρύνω, -αίνω•снег -ит кровлю το χιόνι βαραίνει τη στέγη.
|| εμποδίζω, δυσχεραίνω, δεν είμαι βολικός.2. μτφ. καταπονώ, ενοχλώ•его -ят заботы τον βαρύνουν οι φροντίδες•
одиночество -ло её η μοναξιά την βάρυνε.
|| βασανίζω, τυραννώ• κατατρύχω, τρώγω•его -ит преступление τον κατατρύχει το έγκλημα.
με βαρύνει, μου είναι βάρος, με κατατρύχει, με τρώει•тяготить одиночеством με τρώει η μοναξιά•
тяготить службой βαριέμαι την υπηρεσία.
-
66 тягчить
-чу, -чишьρ.δ.μ. βαρύνω, -αίνω, θλίβω• πιέζω• στενοχωρώ. -
67 углубить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. углубленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βαθύνω, -αίνω, εμβαθύνω•углубить вспашку βαθαίνω το όργωμα•
углубить канаву βαθαίνω το χαντάκι.
2. μτφ. εισχωρώ βαθιά στο νόημα..3. χώνω, μπήγω βαθιά• βυθίζω•углубить сваю μπήγω βαθιά τον πάσσαλο.
1. βαθύνω, -ομαι, εμβα-θύνομαι.2. μτφ. οξύνομαι•кризис -лся η κρίση βάθυνε πιο πολύ.
3. βυθίζομαι, ποντίζομαι• βουτώ. || μτφ. αφοσιώνομαι πλήρως, προσηλώνομαι, απορροφούμαι•углубить в воспоминания βυθίζομαι στις αναμνήσεις•
углубить в себя αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου).
-
68 утучнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утучнённый, βρ: -нён, -нена, -неюρ.σ.μ.1. παχύνω, -αίνω.2. λιπαίνω, φουσκίζω.λιπαίνομαι, φούσκίζομαι. -
69 шлифовать
-фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шлифованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω•шлифовать дерево стеклянной шкурой λει,αίνω το ξύλο με γυαλόχαρτο.
2. τελειοποιώ εξιδανικεύω• δουλεύω, λαξεύω• χτενίζω•шлифовать свой стиль τελειοποιώ το στυλ μου.
1. λειαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιδέχομαι λείανση. -
70 βασκαίνω
A : [tense] aor.ἐβάσκηνα Philostr.
(v. infr.), :—[voice] Pass., [tense] aor. ἐβασκάνθην (v. infr.):— bewitch by the evil eye, etc., Arist. l.c., LXX De.28.56: metaph., Ep.Gal.3.1;ἐβάσκηνε πάντα.. τύχη Hdn.2.4.5
:—[voice] Pass.,ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.Fr. 347
;ὡς μὴ βασκανθῶ τρὶς ἔπτυσα Theoc.6.39
.II c. acc., malign, disparage, Pherecr.174, D.8.19;ἄν τι δύσκολον συμβαίνῃ τοῦτο βασκαίνει Id.18.189
;εἰσίν τινες.. οὓ τὸ βασκαίνειν τπέφει Dionys.Com.11
:—[voice] Pass.,ὑπὸ τῶν ἀντιτέχνων βασκανθῆναι Str.14.2.7
.2 c. dat., envy, grudge, D.20.24, etc.; τινί τινος grudge one a thing, D.Chr.78.37, Philostr.VA6.12;τινὶ ἐπί τινι D.Chr. 78.25
: abs., Luc.Nav.17: keep to oneself,Id.
Philops.35.3 c. acc. et inf.,μὴ βασκήνας γελάσαι καὶ ἄλλον Ael.VH14.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασκαίνω
-
71 βριμαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βριμαίνω
-
72 γλυκαίνω
Aἐγλύκᾱνα D.L.8.70
:— sweeten, LXX Si.27.23; opp. πικραίνω, D.L. l.c.; affect with a sensation of sweetness,τὴν ἀκοήν D.H. Comp.15
: abs., produce an effect of sweetness, in Music, Aristox.Harm.p.23 M.:—more freq. in [voice] Pass., [tense] fut.γλυκανθήσομαι LXX Si.49.1
: [tense] aor.ἐγλυκάνθην Hp.Morb.3.17
, Mosch.3.110: [tense] pf.γεγλύκασμαι Ath.9.384d
, but ἀπ-εγλ. Diph.Siph.ib.2.55f:—to be sweetened, turn sweet, Hp.Aër.8, Arist.Ph. 244b23; to be affected with a sensation of sweetness, D.H.Comp.12, Ph.1.121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκαίνω
-
73 δειλιαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειλιαίνω
-
74 δειμαίνω
Aδειμαίνεσκε Q.S.2.439
):— to be afraid, h.Ap.404, Hdt.3.51, etc., S.OC 492, Pl.R. 330c, etc.; δ. περὶ ἑωυτῷ, ὑπέρ τινος, Hdt.3.35, 8.140.β'; ἀμφί τινι S.OC 492
;ἐπί τινι Jul.Or.2.82a
:—[voice] Pass., to be frightened, Q.S.2.499.2 folld. by a relat. clause with μή.., Thgn.541, Hdt.1.165, S.Tr. 481.3 c. inf., Mosch.3.56, Opp.H.5.320.4 c. acc., fear,τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.159
;πάντα δ. A.Pers. 600
, cf. Pr.41: c. acc. cogn.,δεῖμ' ὃ δειμαίνεις E.Andr. 868
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειμαίνω
-
75 διαθερμαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθερμαίνω
-
76 διασημαίνω
2 approve, D.S.19.15.3 signify, Str.17.1.6, Plu.Dem.19.III intr., show its symptoms, appear, Hp.Aph.6.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασημαίνω
-
77 διασιλλαίνω
A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24;πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21
.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασιλλαίνω
-
78 διασταθμάομαι
A separate,αἰνῶ δ' ὃς βίοτον ἐκ πεφυρμένου θεῶν διεσταθμήσατο E.Supp. 202
:—[voice] Act. -σταθμῆσαι· διελεῖν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασταθμάομαι
-
79 διεχθραίνω
διεχθρ-αίνω, strengthd. forAἐχθραίνω, τινί S.E.M.1.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεχθραίνω
-
80 διοιδαίνω
διοιδ-αίνω, = sq., Aët.3.34: metaph.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοιδαίνω
См. также в других словарях:
αίνω — αἵνω (Α) κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis winpjan που σημαίνουν επίσης… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
-αίνω — (ΑΝ) Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ρημάτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας με μεγάλη παραγωγική δύναμη στην αρχαία ιδίως, αλλά και στη νέα … Dictionary of Greek
αἰνῶ — αἰνέω tell pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰνέω tell pres ind act 1st sg (attic epic doric) αἰνός dread masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνῷ — αἰνός dread masc/neut dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνω — Αἶνος tale masc nom/voc/acc dual Αἶνος tale masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴνω — αἴ̱νω , αἶνος tale masc nom/voc/acc dual (epic ionic) αἴ̱νω , αἶνος tale masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνῳ — Αἶνος tale masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴνῳ — αἴ̱νῳ , αἶνος tale masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή … Dictionary of Greek