-
1 αια
-
2 Αια
-
3 αβυσσαίος
αία, αίον глубоководный;αβυσσαίοι ιχθύες — глубоководные рыбы
-
4 αγελαίος
αία, ον1) стадный; относящийся к стаду; 2) перен. пошлый, вульгарный -
5 αγοραίος
-
6 αδαμιαίος
αία, ον уст. адамов;εν αδαμιαία περιβολή — в костюме Адама
-
7 Αιγαίος
αία, ο[ν] эгейский;τό Αιγαίον πέλαγος Эгейское море -
8 ακαριαίος
αία, ο[ν] мгновенный;ακαριαίος θάνατος — мгновенная смерть
-
9 ακμαίος
αία, ο[ν]1) цветущий, полный сил, бодрый; 2) процветающий, преуспевающий; 3) находящийся на высоком уровне;τό ηθικό τού στρατοό είναι ακμαίοςο — боевой дух армии очень высок
-
10 ακραίος
αία, ο[ν] последний, крайний;ακραίος σταθμός — конечная станция,
-
11 ακριβοδίκαιος
αία, ον очень справедливый -
12 ακρογωνιαίος
αία, ο[ν] краеугольный;ακρογωνιαίος λίθος — краеугольный камень
-
13 ακταίος
αία, ον береговой -
14 αμοιβαίος
αία, ο[ν] взаимный, обоюдный;αμοιβαία εκτίμηση — взаимное уважение;
αμοιβαία ασφάλεια — взаимная безопасность;
αμοιβαία βοήθεια — взаимопомощь;
αμοιβαία κατανόηση — взаимопонимание;
αμοιβαία σχέση — взаимосвязь;
αμοιβαίες σχέσεις — взаимоотношения;
με αμοιβαία συμφωνία — по взаимному, обоюдному согласию
-
15 απευκταίος
αία, ον1) нежелательный; 2) несчастный, злосчастный (о событии) -
16 αποδιοπομπαίος
αία, αίον:αποδιοπομπαίος τράγος — козёл отпущения
-
17 αρχαίος
αία, ο[ν] 1. античный, древний; старинный;2. (οί) древние -
18 βαθμιαίος
αία, ο[ν] постепенный -
19 βηματιαίος
αία, αίον длиной в один шаг -
20 γαμιαίος
αία, ον, γαμικός, ή, ό[ν] брачный, свадебный;γαμικό συμβόλαιο — брачный контракт
См. также в других словарях:
Αἴα — Αἴᾱ , Αἶα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴᾳ — Αἴᾱͅ , Αἶα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος … Dictionary of Greek
αἴᾳ — αἴ̱ᾱͅ , αἶα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶα — Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴας — Αἴᾱς , Αἴας masc nom sg Αἴᾱς , Αἶα fem acc pl Αἴᾱς , Αἶα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶ' — Αἶα , Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα , Αἶα fem nom/voc sg Αἶαι , Αἶα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰανῆ — αἰᾱνῆ , αἰανής eternal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek