Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αποδιοπομπαίος

См. также в других словарях:

  • αποδιοπομπαίος — α, ο φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» 1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος 2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αποδιοπομπαίος — α, ο αυτός που διώχνουν όλοι, μισητός, αποκρουστικός· «έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος», έγινε ο άνθρωπος στον οποίο οι πραγματικοί υπεύθυνοι φόρτωσαν τις ευθύνες κι ο κόσμος τον κυνηγά και τον μισεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… …   Dictionary of Greek

  • εξαγνισμός — Τυπική πράξη με την οποία πιστεύεται ότι εξαλείφονται ακαθαρσίες αφηρημένες, ανάλογα με τις διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η αιτία και ο τρόπος μόλυνσης ποικίλλουν σε μεγάλη κλίμακα και αφορούν είτε φυσικά γεγονότα (π.χ. οι γυναίκες στην… …   Dictionary of Greek

  • τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Bouc émissaire — Pour les articles homonymes, voir Bouc émissaire (homonymie).  Pour la cérémonie d expiation au moyen d un bouc, voir bouc à Azazel …   Wikipédia en Français

  • αποπομπαίος — ἀποπομπαῑος, α, ον (Α) [αποπομπή] 1. ο αποδιοπομπαίος* 2. αυτός που απομακρύνει το κακό 3. σιχαμερός, βδελυρός …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • κρυφοπομπαίος — κρυφοπομπαῑος, αία, ον (Α) αυτός που στέλνεται κρυφά, που εξαπολύεται λαθραία («κρυφοπομπαῑα βέλη», Αγαθάγγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο)* + πομπαῖος (< πομπή ή πομπός < πέμπω), πρβλ. αποδιοπομπαίος] …   Dictionary of Greek

  • Αζαζέλ ή Αζαήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Προσωποποίηση του πονηρού δαίμονα, που είναι αρχηγός κατά τη δαιμονολογία των Εβραίων, ορισμένης κατηγορίας δαιμόνων και κατοικεί στην έρημο. Κατά την εβραϊκή γιορτή του εξιλασμού προς αυτόν εξαπολυόταν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»